Η ΝΟΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ
Προκόπη Παυλόπουλου
Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην Υπουργού
στην εκδήλωση της "Ηλιαίας" την 25η Οκτωβρίου 2011 στη Στοά του Βιβλίου για
τα 25 χρόνια από το θάνατο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου
Ευχαριστώ, πραγματικά, τον κ. Κύρκο, τη Συντακτική Επιτροπή της «ΗΛΙΑΙΑΣ», την κα Γιούλα Ζώνα, τον κ. Πάρι Τακόπουλο, οι οποίοι μου κάνουν την τιμή -γιατί είναι μεγάλη τιμή για μένα- ν’ απευθύνομαι στους ανθρώπους που συντηρούν άσβεστη τη μνήμη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, προκειμένου να πω λίγα λόγια για ένα κομμάτι του έργου του, μικρό και σχετικά άγνωστο. Εκείνο που αφορά την νομική σκέψη του.
Πριν απ’ αυτό, όμως, επιτρέψατέ μου να τονίσω ότι έχει περάσει ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που έφυγε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Οι νωπές μνήμες, για εκείνους που τον γνώριζαν, σιγά σιγά πέφτουν όπως, καθώς βρισκόμαστε στο φθινόπωρο, τα φύλλα των δένδρων. Αλλ’ αυτές οι νωπές μνήμες αντικαθίστανται από το «λίπασμα» που δημιουργείται μέσα από την «γονιμοποίηση»της ζωής από άλλες μνήμες, οι οποίες διαμορφώνονται στη ροή της ιστορίας. Και έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη απ’ αυτή τη «γονιμοποίηση» της ζωής, της σημερινής ζωής, στην εποχή των τωρινών παθών της Ελλάδας. Πολλώ μάλλον όταν είναι επίσης γνωστό ότι έχουμε απόλυτη ανάγκη από παραδείγματα ανθρώπων όπως ο Παναγιώτης ο Κανελλόπουλος. Και ιδίως σήμερα. Σωστά τονίσθηκε ότι ο καιρός μας ανήκει σ’ εκείνες τις περιόδους κρίσεων που περνάει κάθε τρεις με τέσσερις δεκαετίες, περίπου, ο Τόπος. Εύχομαι και ελπίζω και τούτη την κρίση να μπορέσουμε να την υπερβούμε, ως Λαός και ως Έθνος, έχοντας πάντα κατά νου ότι χρειάζεται ν’ ακολουθούμε το παράδειγμα ανθρώπων όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα στην Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε ότι η παρούσα δεινή κρίση δεν είναι μόνον ελληνική. Είναι βαθιά ευρωπαϊκή. Μια Ευρώπη που ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι της ενοποίησης, φαίνεται να κάνει καταστροφικά βήματα προς τα πίσω. Εμφανίζει διαλυτικές τάσεις.
Ας θυμηθούμε ότι προς την κατεύθυνση της ενοποίησης της Ευρώπης ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος συνέβαλε τα μέγιστα. Μέσα από ένα έργο που ήταν αφιερωμένο και στην ενοποίηση της Ευρώπης, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος πρέπει να τοποθετηθεί στην χορεία των Πατέρων της ευρωπαϊκής ιδέας. Των πνευματικών Πατέρων της ευρωπαϊκής ιδέας. Και εγώ προσωπικά, μιας και μιλήσατε για τα «Τετράδια Ευθύνης», θα θυμηθώ ότι πρέπει να τοποθετηθεί δίπλα σε ανθρώπους όπως ο Πωλ Βαλερύ. Είχαν την ίδια νοοτροπία, το ίδιο πάθος, την ίδια τάση υπέρβασης των συνόρων, άσχετα αν καθένας ξεκινούσε πρωτίστως από την Τόπο του. Γιατί ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος συνέβαλε στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού ιδεώδους πάντα μέσα από την αφετηρία του ευρωπαϊκού πνεύματος, που ήταν, είναι και θα παραμείνει η Ελλάδα. Αυτό οφείλει να το καταλάβει η Ευρώπη, κυρίως τούτη την ώρα, όταν οφείλει ν’ αγωνισθεί για την ενότητά της και την ενοποίησή της, η οποία δεν θα καταστεί εφικτή χωρίς την κοιτίδα της, την Ελλάδα.
Θ’ ασχοληθώ στον υπόλοιπο λίγο χρόνο μου με την νομική πλευρά της σκέψης του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, η οποία είναι μικρή και, ίσως, άγνωστη. Και ο λόγος είναι απλός. Η νομική διαδρομή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου υπήρξε εξαιρετικά βραχεία. Ξεκίνησε από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε μόνον ένα χρόνο, μεταξύ 1919-1920. Στη συνέχεια έφυγε για τη Χαιδελβέργη, όπου τελείωσε τις εγκύκλιες νομικές σπουδές του μεταξύ 1920 και 1923. Κάπου εκεί, ουσιαστικά, περατώνονται οι νομικές του σπουδές. Γιατί αμέσως μετά, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ακολούθησε άλλους δρόμους. Το δρόμο της φιλοσοφίας αρχικώς, ο οποίος στη συνέχεια τον οδήγησε στο δρόμο της ιστορίας και της κοινωνιολογίας. Αυτά είναι τα τρία βασικά πεδία στα οποία εκτείνεται το έργο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Και σ’ ό,τι αφορά την επιρροή που ασκήθηκε πάνω του, πρέπει να δει κανείς, επίσης, αυτή την διαδρομή διότι αποδίδει τη ρίζα αλλά και την κατάληξη της πνευματικής του δημιουργίας. Ο πρώτος του δάσκαλος υπήρξε ο Ρίκερτ, ο άνθρωπος που τον μύησε στην νεοκαντιανή φιλοσοφία. Ο δεύτερος δάσκαλός του, ο Καρλ Γιάσπερς, ήταν εκείνος ο οποίος τον μύησε στον χριστιανικό υπαρξισμό του Κίργκεγκωρ. Και αυτό είχε πολύ μεγάλη σημασία για τη θρησκευτική, ας μου επιτραπεί η έκφραση, πτυχή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Και τρίτος δάσκαλός του ήταν ο Άλμπερτ Βέμπερ, ο αδελφός του μεγάλου κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ. Αυτός τον μύησε, μέσα από την βεμπεριανή φιλοσοφία, στον καρτεσιανό λόγο και στον καρτεσιανό ορθολογισμό. Σ’ όλα αυτά ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος προσέθεσε την μεταφυσική.
Αυτή ήταν, σε πολύ γενικές γραμμές -και μ’ όλη την δόση αυθαιρεσίας, την οποία ενέχει αναπόδραστα αυτός ο σύντομος λόγος- η πνευματική πορεία του. Γι’ αυτό και το έργο του, όπως είπα προηγουμένως, εκτείνεται ιδίως στα πεδία της φιλοσοφίας, της ιστορίας και βεβαίως, της κοινωνιολογίας που υπήρξε και το αγαπημένο «έδαφος» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ως επιστήμων και καθηγητής λειτούργησε περισσότερο στον χώρο της κοινωνιολογίας και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπως όλοι γνωρίζουν. Και ιδίως οι φίλοι του. Τα νομικά του γραπτά, όπως είπα, ήσαν λίγα. Σχεδόν δεν υπάρχει αμιγώς νομικό βιβλίο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Οι νομικές του μελέτες περιορίζονται στο βιβλίο του για την Κοινωνία των Εθνών, τη δομή της Κοινωνίας των Εθνών (1926). Επίσης το 1926 συγγράφει το έργο του, το οποίο σχετίζεται με την προσέγγιση του διεθνούς δικαίου από κριτικοφιλοσοφική άποψη. Σ’ όλα τα υπόλοιπα βιβλία του υπάρχουν νομικές ψηφίδες, οι οποίες πρέπει να τεθούν, με το δικό τους χρώμα, μέσα στο συνολικό μωσαϊκό του τεράστιου πνευματικού έργου του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Αλλά μπορεί, μέσα ακριβώς και απ’ αυτά τα λίγα νομικά του έργα, καθώς επίσης και μέσα από τις νομικές ψηφίδες που υπάρχουν σε διάφορα άλλα έργα του και μονογραφίες του, να καταλάβει κανείς ποια ήταν η δική του νομική, ας το πω έτσι, «κοσμοθεωρία». Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος δεν είδε ποτέ το δίκαιο αμιγώς από δογματική άποψη. Δεν θα βρει κάποιος στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο ένα είδος προσέγγισης αντίστοιχης μ’ εκείνη του Χανς Κέλσεν στη νομική επιστήμη. Δεν έχει «δόγμα», όπως συνηθίζουμε να λέμε. Και δεν θα μπορούσε, άλλωστε, μετά από την διαδρομή που σας περιέγραψα, να έχει «δόγμα» η φιλοσοφία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου σχετικά με την νομική επιστήμη. Γι’ αυτό το λόγο δεν ασχολήθηκε ούτε με την δομή της έννομης τάξης ούτε με την ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Ασχολήθηκε πολύ περισσότερο με άλλα ζητήματα όπως είναι, παραδείγματος χάριν, οι πηγές μέσα από τις οποίες προκύπτει το δίκαιο και η έννομη τάξη. Και τις πηγές αυτές δεν είναι τυχαίο ότι τις είδε και πάλι όχι από δογματική άποψη. Περισσότερο προσέγγισε την άποψη του Κωνσταντίνου Τσάτσου, με τον οποίο είχε πολλά κοινά σημεία και στην φιλοσοφία, ιδίως όμως σ’ ό,τι αφορά τη νομική επιστήμη. Και ακολούθησε, κατά βάση –αν και δεν φαίνεται ξεκάθαρα- την τριπλή διάκριση που είχε υιοθετήσει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ως προς τις πηγές του δικαίου. Τις διέκρινε, όπως ξέρετε, σε διαγνωστικές, σε δημιουργικές και διαπλαστικές. Δηλαδή τις διαγνωστικές, τα «μνημεία» από τα οποία προκύπτει το δίκαιο. Τις δημιουργικές, ήτοι τις αξίες, οι οποίες προσδίδουν στον κανόνα δικαίου την ουσία του και την κανονιστική του δύναμη. Και στις λεγόμενες διαπλαστικές. Εκεί πρέπει να μείνουμε λίγο περισσότερο. Διαπλαστικές πηγές είναι η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, μέσα από την οποία απορρέει το δίκαιο. Αυτό απασχόλησε πολύ περισσότερο τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ιδίως ως κοινωνιολόγο.
Είδε, δηλαδή, το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι ως ένα είδος υποδομής που στηρίζει το νομικό εποικοδόμημα. Για να έρθει και εκείνο, με τη σειρά του, να επηρεάσει σαν υποδομή, την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, μέσα από την οποία προήλθε. Έτσι φαίνεται και ο διαρκής δυναμισμός σ’ ό, ότι αφορά την εξέλιξη του δικαίου. Μια άλλη νομική πτυχή του έργου του είναι εκείνη που αφορά την εξουσία, όπως τονίσθηκε προηγουμένως από τον κ. Απόστολο Κακλαμάνη, και υπονοήθηκε από τον κ. Δημήτρη Σιούφα. Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Σε πολλές πτυχές του έργου του θα βρούμε την έννοια της «εξουσίας». Αλλά την εξουσία ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ποτέ δεν την είδε με την έννοια της δύναμης επιβολής, όπως συνηθίζουμε να την εννοούμε πολλές φορές σήμερα, μέσα από τον κυνισμό που διακρίνει την εποχή μας. Την είδε ως συντεταγμένη άσκηση αρμοδιοτήτων. Τίποτα παραπάνω και τίποτα παρακάτω. Αυτό προϋποθέτει μια συγκεκριμένη νομική παιδεία, η οποία αφορά τον τρόπο με τον οποία κάποιος θεμελιώνει την έννοια της εξουσίας. Πολλώ μάλλον για εκείνους οι οποίοι την άσκησαν. Και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος την άσκησε από πολλές πλευρές και ιδίως από την πλευρά του Πρωθυπουργού. Γιατί μπορεί να ήταν λίγες οι φορές που διετέλεσε Πρωθυπουργός και πολύ βραχύβιες οι αντίστοιχες περίοδοι, αλλά πάντως υπήρξαν σημαδιακές. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Για να καταλήξω και να μην σας κουράζω άλλο: Το νομικό έργο και η νομική σκέψη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου είναι, όπως τόνισα προηγουμένως, μερικές ψηφίδες στο εντυπωσιακό μωσαϊκό του έργου του. Θα μπορούσε να τις δει κανείς και ως «σηματωρούς» ή «φρυκτωρίες», για να χρησιμοποιήσω την αρχαιοπρεπή έκφραση, οι οποίες μεταφέρουν συγκεκριμένες σκέψεις του ως προς το συνολικό του έργο. Και το συνολικό έργο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, όπως είπα και πριν, σε περισσότερα πεδία. Αυτό το έργο, τούτη τη στιγμή, πρέπει να το αποτιμήσουμε στις σωστές του διαστάσεις. Υπήρξε ένα έργο πρώτα απ’ όλα μεγάλο. Υπήρξε, δεύτερον, ένα έργο πολυπρισματικό, πολύπλευρο. Και, τέλος, υπήρξε –και φαίνεται από την αντοχή του στο χρόνο- ένα έργο διαχρονικό, αφού όσο περνάνε τα χρόνια αποκτά μεγαλύτερη αξία, ακριβώς επειδή ανταποκρίνεται ολοένα και περισσότερο στην πραγματικότητα. Διότι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε και αυτό το χάρισμα: Όταν έγραφε, έγραφε μέσα από την αρχή που τον διείπε να μείνει η σκέψη του διαχρονική. Έτσι ακριβώς όπως το περιέγραψε ο Θουκυδίδης. Όπως είναι γνωστό, στον πρόλογο της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Θουκυδίδης επισημαίνει ευθέως ότι φιλοδόξησε –και το πέτυχε- το έργο του να μείνει «κτῆμα ἐς ἀεί μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν».
Ευχαριστώ πολύ.
< Prev | Next > |
---|