Αν θέλετε να μάθετε ποιες είναι οι πιο αξιόπιστες στοιχηματικες εταιριες στον κόσμο τότε μπορείτε να διαβάσετε τις πιο έγκυρες αξιολογήσεις για εταιριες στοιχηματων με πολλές πληροφορίες για υπηρεσίες και τα στοιχηματικά μπόνους εγγραφής που δίνουν. Δείτε τη σελίδα και συλλέξτε τις δυνατές γνώσεις για να επιβιώσετε στο χώρο του διαδικτυακού παιχνιδιού.














Βουλή - Αγορεύσεις / Παρεμβάσεις

28-8-2012. Αγόρευση κ. Π. Παυλόπουλου κατά την συζήτηση επί της αρχής των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Μετάθεση χρόνου έναρξης ισχύος διατάξεων του ν. 4055/2012».
…………….

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ[1]: Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Κύριοι συνάδελφοι, παίρνω το λόγο, όχι γιατί έχω κάποια αντίρρηση στο νομοσχέδιο το οποίο ψηφίζουμε. Και το νομοσχέδιο το ψηφίζω και επιπλέον την τροπολογία. Αλλά ακριβώς όσα διημείφθησαν τις τελευταίες μέρες στη Βουλή, ο τρόπος που ετέθησαν ορισμένα ζητήματα για τον Κανονισμό, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο του νομοσχεδίου, νομίζω μου επιβάλλουν να πω ορισμένα πράγματα τα οποία, για μένα τουλάχιστον, αποτελούν θέματα αρχής. Και το τονίζω για μένα. Εδώ δεν διδάσκει κανένας κανέναν και όλοι κατέχουν τα ζητήματα, όπως πρέπει να τα κατέχουν. Αυτό είναι το τεκμήριο της ετυμηγορίας του Ελληνικού Λαού για κάθε συνάδελφο ο οποίος έρχεται στο Κοινοβούλιο.

Σε ό,τι αφορά την ουσία, ψηφίζω τη διάταξη γιατί το να ομολογεί η Πολιτεία ότι δεν είναι έτοιμη ακόμη να δώσει την αρμοδιότητα σε ένα δικαστήριο να δικάσει, αλλά να δικάσει με δίκαιη δίκη, αυτό δεν είναι λάθος. Λάθος θα ήταν να ενέμενε όταν τα Ειρηνοδικεία είναι ανέτοιμα ακόμα να δικάσουν τέτοιες διαφορές, απλά διότι ο αριθμός των ειρηνοδικών που έπρεπε να προσληφθούν, δεν πρόλαβε να προσληφθεί, ακριβώς επειδή υπήρξε αυτή η μακρά διαδικασία δύο εκλογικών αναμετρήσεων. Τι έπρεπε να γίνει δηλαδή; Να εμμείνει το Υπουργείο σε μια ρύθμιση προηγουμένως, χωρίς να ευθύνεται δε και η σημερινή πολιτική ηγεσία γι’ αυτό το οποίο συμβαίνει;

Τι σημαίνει δίκαιη δίκη τελικά; Ίσως εδώ πρέπει να σκεφτούμε ορισμένα πράγματα. Τον τελευταίο καιρό και μέσα από τη δίνη της οικονομικής κρίσης, μέσα από τις σε ορισμένα πράγματα, απαράδεκτες και από πλευράς εθνικής κυριαρχίας, αν θέλετε, επιδιώξεις της τρόικας, όπως είναι και το θέμα της δικαιοσύνης, θεωρήθηκε ότι η επιτάχυνση της δικαιοσύνης αποτελεί per se ένα αγαθό συγκεκριμένο. Δεν είναι έτσι. Η επιτάχυνση της δικαιοσύνης δευτερογενώς επιδρά στην απονομή της δικαιοσύνης. Επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου θα φτάναμε στο όριο της αρνησιδικίας. Υπ’ αυτήν την έννοια υπάρχει και ως θεσμός και εισήχθη στην Ελλάδα ως διεθνής υποχρέωση από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Άρα, λοιπόν, κάθε φορά που επιδιώκουμε την επιτάχυνση πρέπει να κοιτάμε το εξής: Το δικαστήριο το οποίο δικάζει να είναι αυτό που λέμε στη νομική ορολογία forum conveniens, να είναι το κατάλληλο δικαστήριο. Εκεί πρέπει να δώσουμε τη μάχη, στο αν ο δικαστής είναι κατάλληλος να δικάσει. Και αν από εκεί και πέρα καθυστερεί, τότε παίρνουμε τα μέτρα για την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Έτσι τίθεται και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το θέμα της δίκαιης δίκης από πλευράς επιτάχυνσης. Και ο όρος «δίκαιη δίκη» στα ελληνικά, αν θέλετε, δεν είναι απολύτως ακριβής. Μεταφέραμε έτσι τον όρο fair trial από πλευράς ερμηνείας του άρθρου 6, ενώ είχαμε πολλούς άλλους όρους που μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε.

Τονίζω, λοιπόν, ότι ψηφίζω τη σχετική διάταξη, γιατί ορθώς θα έπρεπε να ετοιμασθούν τα ειρηνοδικεία, που παίρνουν αυτήν την αρμοδιότητα, για να μπορέσουν να δικάσουν τις σχετικές διαφορές και όχι να μείνει σε ένα λάθος ή σε μία ολιγωρία ή σε μια αντικειμενική αδυναμία ή ανωτέρα βία, αν θέλετε, το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ούτε έχει καμία σημασία η συγχώνευση των ειρηνοδικείων. Το ζήτημα δεν είναι αν έχουμε πολλά ειρηνοδικεία, αλλά αν αυτά έχουν αρκετό προσωπικό για να δικάσουν. Αυτό έχει σημασία. Γιατί το ίδιο πάθαμε και με τα πανεπιστήμια. Σπείραμε όλη την Ελλάδα πανεπιστήμια, αλλά δεν μπορούν να διδάξουν.

Και το ζήτημα είναι- γιατί ετέθη από την κ. Κωνσταντοπούλου το ζήτημα αυτό- αν είναι κατάλληλο το ειρηνοδικείο να δικάσει αυτές τις διαφορές. Ορθώς πήγαν αυτές οι διαφορές εκεί; Κατά την εκτίμησή μου ναι. Γιατί; Διότι αν κοιτάξετε αυτές τις διαφορές, στην συντριπτική τους πλειοψηφία ή σχεδόν όλες, είναι διαφορές όπου  ισχύει το συζητητικό σύστημα,  δηλαδή,  είναι διαφορές εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες ισχύει η ελεύθερη διάθεση του αντικειμένου της δίκης. Δηλαδή, στην ουσία ο δικαστής εδώ, επειδή όλα γίνονται μέσω των προτάσεων των διαδίκων, στο πλαίσιο ιδίως της εκούσιας διαδικασίας, απλώς και μόνο βλέπει τη δικονομική ορθότητα των πραγμάτων. Άλλο αν είχαμε το ανακριτικό σύστημα. Εδώ δικάζεται τονίζω ο δικαστής, secundum allegata et probata. Άρα, είναι οιονεί διαιτητικός ο ρόλος του δικαστή, γι’ αυτό είναι forum conveniens, για να χρησιμοποιήσω πάλι τον όρο που επισήμανα προηγουμένως, το ειρηνοδικείο σε τέτοιες περιπτώσεις.

Και δεν ενοχλεί αυτό. Αντιθέτως, με ενόχλησε πολύ και αυτό έπρεπε να το δούμε και το τόνισα από αυτό το Βήμα ως εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας στο ν.3900 και στο ν. 4055, τότε που δεχτήκατε κακώς, κάκιστα, και με τη συναίνεση, δυστυχώς, του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο ετοίμασε το σχετικό νομοσχέδιο, τεράστιες επεμβάσεις στο χώρο του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας. Μειώσεις και σε επίπεδο οριστικής και σε επίπεδο προσωρινής δικαστικής προστασίας. Εκεί έχουμε, κατά την εκτίμησή μου, προσβολή της δίκαιης δίκης. Ή που δεχτήκαμε παραδείγματος χάριν μονομελείς συνθέσεις δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όταν ο ορισμός της δευτεροβάθμιας δίκης είναι ότι θα πρέπει να είναι πολυμελής η σύνθεση για να μπορεί να ελέγξει την ορθότητα του δικανικού συλλογισμού σε πρώτο βαθμό. Αυτά έπρεπε να δούμε.

Ή όπως επίσης, το ανακριτικό σύστημα στις περιπτώσεις που μειώσαμε τρομερά την έκταση του ελέγχου του δικαστή, όταν υπάρχει το ανακριτικό σύστημα, όπως έγινε με το ν. 3900 σε ορισμένες περιπτώσεις. Σήμερα ο διοικητικός δικαστής ελέγχει μονάχα την παράβαση δεδικασμένου και όχι άλλες μορφές ελέγχου νομιμότητας που ξέρετε πολύ καλά ότι έχουν τεράστια σημασία για την έννοια του κράτους δικαίου, που είναι η πεμπτουσία της διοικητικής δίκης.

Εδώ δεν έχουμε καμιά διοικητική δίκη. Εδώ είναι ιδιωτική δίκη και το τονίζω, ισχύει η ελεύθερη διάθεση του αντικειμένου. Δεν με ενοχλεί το ειρηνοδικείο και δέχομαι ο ειρηνοδίκης να ετοιμαστεί για να πάρει αυτές τις διαφορές, για να ασχοληθούν τα πρωτοδικεία και άλλα δικαστήρια, μονομελή και τριμελή, με τα αντικείμενα που πραγματικά είναι εξαιρετικά σημαντικά γιατί δεν υπάρχει ελευθερία της διάθεσης του αντικειμένου της δίκης. Αυτό σε ό,τι αφορά το πρώτο ζήτημα.

Και λέω, κύριε Υπουργέ -ξέρω πάρα πολύ καλά τι έχετε παραλάβει και από πλευράς δικονομικής ύλης- ότι μερικές διατάξεις, με την εμπειρία του χρόνου, που αφορούν ιδίως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και τους περιορισμούς που έχουν τεθεί, όπως, επίσης, τον περιορισμό του ανακριτικού συστήματος και της ανακριτικής δικαιοδοσίας του διοικητικού δικαστή, όπως, επίσης, και τις συνθέσεις, το τονίζω, των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, καλό είναι να τα ξαναδούμε. Δεν είναι κακό και εκεί να ομολογήσουμε κάποια στιγμή ότι το σύστημα δεν πέτυχε και πρέπει να πάμε πίσω. Αυτά πρέπει να δούμε. Και δεν τα λέω για πρώτη φορά, τα έχω πει πολλές φορές με αφορμή τους δύο νόμους, το ν. 3900/2010 και το ν. 4055/2012.

Σε δύο άλλα θέματα θα έρθω πάρα πολύ γρήγορα τα οποία είναι καθαρά διαδικαστικά. Το ένα όσον αφορά το θέμα της τροπολογίας.

Κύριοι συνάδελφοι, μια είναι η αλήθεια: Η τροπολογία δεν έχει τίποτα το σκανδαλώδες. Και ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη το συνομολογεί. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να υπάρξει παράταση του χρόνου με τον οποίο υποβάλουν οι ΠΑΕ, φορολογική ενημερότητα ενόψει έναρξης του πρωταθλήματος, που ξέρουμε ότι επί της ουσίας έχει αρχίσει το πρωτάθλημα φέτος στην Ελλάδα, ξέρουμε πώς τελείωσε πέρυσι και ξέρουμε πώς ξεκινάει φέτος. Έτσι τους δίνει τη δυνατότητα να καταθέσουν τη φορολογική ενημερότητα και να πληρώσουν, κάτι το οποίο γίνεται σήμερα και με κάθε Έλληνα πολίτη ως προς αυτές τις διευκολύνσεις. Ε, ας το δώσουμε σε ένα ποδόσφαιρο το οποίο βολοδέρνει και που στο κάτω-κάτω χρήματα θα δώσει στο δημόσιο.

Σε ό,τι αφορά, όμως, το διαδικαστικό ζήτημα του Κανονισμού, κύριοι συνάδελφοι, σας το λέω κι εγώ είμαι υπέρ της τήρησης του Κανονισμού. Υπάρχουν, όμως στιγμές που ισχύει το λατινικό summum jus summa injuria. Γιατί; Γιατί όταν τον εφαρμόζουμε στα άκρα του, από τη μια πλευρά τον έχουμε παραβιάσει και τον έχουμε κάνει «κουρέλι» στο παρελθόν και μετά ερχόμαστε και μένουμε στο γράμμα πολλές φορές, χωρίς να δούμε τη συγκυρία.

Σας καλώ όλους σε αυτήν τη Βουλή να δούμε κάθε φορά τι συγκυρία ζούμε και να προσαρμόσουμε τον κανόνα δικαίου του Κανονισμού στο πώς μπορεί αυτήν τη συγκυρία να την πλαισιώσει. Γιατί ακούστε τι θα συνέβαινε αν θέλαμε να τον εφαρμόσουμε. Γιατί έχετε δίκιο, άσχετη είναι η τροπολογία, τώρα μην αυταπατώμεθα...

…..

Λέω στους συναδέλφους το εξής: Εάν θελήσουμε να εφαρμόσουμε τον Κανονισμό κατά γράμμα και επειδή δεν προλαβαίνει ο Υπουργός να το φέρει σε άλλο νομοσχέδιο, όταν θα έρθει και να έχει ψηφιστεί -δεν προλαβαίνουμε, είναι βέβαιο- δύο πράγματα έπρεπε να κάνει το Υπουργείο: Ή να φέρει νομοσχέδιο με τη διαδικασία του κατεπείγοντος -εσείς οι ίδιοι θα λέγατε: «Πάλι με τη διαδικασία του κατεπείγοντος για μια διάταξη;» Τότε είναι ο ευτελισμός του κοινοβουλευτισμού, νομοσχέδιο ολόκληρο με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Ή να φέρουμε πράξη νομοθετικού περιεχομένου με το 44 παρ.1 του Συντάγματος επειδή συντρέχουν έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικώς επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Πάλι προχθές κυρώναμε, προχθές λέγαμε ότι δεν μπορεί να πηγαίνουμε σε αυτές τις διαδικασίες. Κατ’ ανάγκη εδώ παραβιάζουμε τον Κανονισμό, για να μην τον παραβιάσουμε χειρότερα με άλλες διαδικασίες που τότε θα αποτελούσαν ευτελισμό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Ως ολιγότερο κακό -το μη χείρον βέλτιστον- το δέχομαι, αλλά πρέπει να το βλέπουμε και έτσι.

Και μια τελευταία παρατήρηση, μία φράση μόνο, επειδή ετέθη το θέμα του άρθρου 98 για τους ειδικούς αγορητές. Θα ήθελα να δείτε παρακαλώ πολύ ότι το άρθρο 98 παράγραφος 1 είναι μία διάταξη που δεν έχει τροποποιηθεί ποτέ από το 1974 που είχαμε τον πρώτο Κανονισμό. Στο μεταξύ τροποποιήθηκε πολλές φορές ο Κανονισμός στην πορεία για εισηγητές κ.λπ., αλλά αυτό δεν τροποποιήθηκε ποτέ. Είναι ένα υπόλειμμα της εποχής εκείνης που τώρα δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως εξής: Όταν μιλάει σήμερα για ειδικούς αγορητές ο Κανονισμός, ομιλεί μόνο για τις περιπτώσεις που έχουμε οργανωμένη συζήτηση είτε επειδή την αποφασίζει η Βουλή είτε επειδή τη λέει ο ίδιος ο Κανονισμός ή το Σύνταγμα, όπως είναι ο προϋπολογισμός ή οτιδήποτε άλλο. Εκεί έχουμε μόνο ειδικό αγορητή, εκεί μπορεί να οριστεί ειδικός αγορητής. Γιατί θα έλεγα στην κ. Κωνσταντοπούλου, εάν δει το άρθρο 98, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισηγητή. Επομένως, δεν τίθεται θέμα ειδικού αγορητή, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου έχουμε οργανωμένη συζήτηση και νομίζω ότι η Διάσκεψη των Προέδρων -γνώμη μου είναι- αυτό πρέπει να αποφασίσει. Ότι δηλαδή η έννοια των ειδικών αγορητών και του δεύτερου ειδικού αγορητή, όταν μία Κοινοβουλευτική Ομάδα έχει πάνω από το ποσοστό το οποίο ορίζει το άρθρο 98 του Κανονισμού, αφορά τις οργανωμένες συζητήσεις. Όπου δεν υπάρχει οργανωμένη συζήτηση, δεν νοείται ο ειδικός αγορητής. Γιατί ειδικός αγορητής σημαίνει αυτός που ορίζει το κόμμα και όχι αυτός που βάζει την κάρτα του για να μιλήσει ελευθέρως. Νομίζω ότι αυτή η ερμηνεία θα μπορούσε να λύσει πολλά προβλήματα. Οποιαδήποτε άλλη θα περιπλέξει τον ορισμό.

Και να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Όλοι όσοι εισηγούνται ένα νομοσχέδιο, ανεξάρτητα από τη δύναμη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας είναι εισηγητές. Κακώς, κατά την εκτίμησή μου, μετά το δεύτερο έχουμε αρχίσει να μιλάμε για ειδικούς αγορητές. Εγώ δεν το βγάζω πουθενά από τον Κανονισμό και αυτό είναι εκείνο το οποίο έχει δημιουργήσει το πρόβλημα που βλέπουμε μέχρι σήμερα.

Ζητώ συγγνώμη, κύριε Πρόεδρε, για την υπέρβαση του χρόνου.

Ευχαριστώ πολύ.


[1] Σελ. 578, http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/es20120828.pdf