Αν θέλετε να μάθετε ποιες είναι οι πιο αξιόπιστες στοιχηματικες εταιριες στον κόσμο τότε μπορείτε να διαβάσετε τις πιο έγκυρες αξιολογήσεις για εταιριες στοιχηματων με πολλές πληροφορίες για υπηρεσίες και τα στοιχηματικά μπόνους εγγραφής που δίνουν. Δείτε τη σελίδα και συλλέξτε τις δυνατές γνώσεις για να επιβιώσετε στο χώρο του διαδικτυακού παιχνιδιού.














ΤΑ ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗΣ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ
(Εισήγηση του κ. Π. Παυλόπουλου στο Συνέδριο που διοργάνωσε το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου με θέμα: "Δημοκρατία, Σύνταγμα, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία", αφιερωμένο στη μνήμη του Δημήτρη Τσάτσου
(Παρασκευή, 18/2/2011)

           Ο Δημήτρης Τσάτσος υπήρξε, τόσον ως κορυφαίος επιστήμονας όσο και ως άνθρωπος της πράξης, βιωματικά Ευρωπαίος.  Το απέδειξε ως Δάσκαλος στην Ελλάδα και στα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια της Ευρώπης, αφού τόσο οι παραδόσεις του όσο και οι μελέτες του απηχούν, σε πολλές πτυχές τους, την αγωνία και την προσδοκία του ευρωπαϊκού οράματος, απαλλαγμένες μάλιστα από κάθε είδους λαϊκισμό και θωρακισμένες, αντιθέτως, με το ορθολογικό μέταλλο ενός στέρεου μεθοδολογικού ρεαλισμού.  Το απέδειξε, όμως, και ως ενεργό μέλος της πολιτικής κοινότητας της Ευρώπης, πρωτίστως δε ως Ευρωβουλευτής, ο οποίος είχε καταλυτική συμμετοχή στα θεσμικά ευρωπαϊκά δρώμενα.  Και αναφέρομαι ιδίως στη συμμετοχή του κατά την προετοιμασία του λεγόμενου «Ευρωσυντάγματος», το οποίο μένει πάντα παροπλισμένο, «θύμα» ενός ευρωσκεπτικισμού ή και μιας ευρωκαχυποψίας που κάθε άλλο παρά ταιριάζουν στις κρίσιμες περιστάσεις, οι οποίες μαστίζουν σήμερα την πορεία του όλου ευρωπαϊκού οικοδομήματος προς το μέλλον του, κατά την ιστορία του και τον προορισμό του.  Το αδιέξοδο στο οποίο έχει ήδη περιέλθει η αγωνιώδης αλλά και εξαιρετικά πρόχειρη συζήτηση ως προς την ενδεχόμενη καθιέρωση ενός κοινού δημοσιονομικού κανόνα στα Συντάγματα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τεκμηριώνει, νομίζω, το προηγούμενο συμπέρασμα.  Καθιστά έτσι ακόμη πιο έντονο το κενό από την απουσία του Δημήτρη Τσάτσου, στη μνήμη του οποίου αφιερώνω τις σύντομες σχετικές σκέψεις που ακολουθούν.

I.    Οι επώδυνοι κλυδωνισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιο βαθειά κρίση από τη σύστασή της –και, οπωσδήποτε, από τη σύσταση της ευρωζώνης- έτσι καθώς συμπλέκονται προσθετικώς με το ηγετικό αλλά και το διαχρονικό δημοκρατικό έλλειμμα που την υποσκάπτει επικίνδυνα ιδίως υπό την παρούσα συγκυρία, προβάλλουν ευθέως το ζήτημα της άμεσης ανάγκης και του τρόπου υπεράσπισης του παρόντος και του μέλλοντός της.  Ως Έλληνες, που συνδέσαμε τη μοίρα μας –και ορθώς, αφού ήταν ο μόνος δρόμος διασφάλισης της κοινωνικής και οικονομικής μας πορείας αλλά ακόμη και αυτών των εθνικών μας δικαίων, πράγμα που οφείλεται πρωτίστως στην οξυδέρκεια και την εθνική στάση του Κωνσταντίνου Καραμανλή- με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την προοπτική της, έχουμε σήμερα αυξημένο χρέος στο πεδίο του κοινού αγώνα μιας τέτοιας υπεράσπισης.  Το ζήτημα τούτο τίθεται επειγόντως, και με τον πιο συγκεκριμένο τρόπο, ιδίως τους τελευταίους μήνες, κατ’ εξοχήν δε μετά την εντελώς πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών στις 4 Φεβρουαρίου 2011 όταν, μεταξύ άλλων, ήλθε στην επιφάνεια η γερμανική πρόταση περί καθιέρωσης υποχρέωσης των κρατών-μελών που εμφανίζουν μείζονα οικονομικά προβλήματα και, βέβαια, των κρατών-μελών που είτε τελούν υπό το ιδιόμορφο καθεστώς στήριξης -όπως η Ελλάδα- είτε αντιμετωπίζουν θέμα εισόδου στο καθεστώς αυτό, να εισαγάγουν στην έννομη τάξη τους, και δη σε συνταγματικό επίπεδο, ειδικό δημοσιονομικό κανόνα.  Ήτοι διάταξη, σύμφωνα με την οποία υποχρεούνται, υπό την εγγύηση του θεμελίου της έννομης τάξης τους, δηλαδή του Συντάγματός τους, π.χ. να τηρούν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς ή, εν πάση περιπτώσει, να συντηρούν το έλλειμμά τους κάτω από το όριο του 3%.    Και εδώ ακριβώς τίθεται το μεγάλο ζήτημα, στο οποίο ήδη αναφέρθηκα:  Πως, άραγε, μπορούμε και οφείλουμε να υπερασπισθούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση και, κατ’ επέκταση, το όραμα  της ευρωπαϊκής ενοποίησης; Και μάλιστα μέσα στη δίνη της, υπό εξέλιξη ακόμη, πρωτόγνωρης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης;  Απλώς υιοθετώντας, παθητικά και άκριτα, τα κελεύσματα μιας ευρωπαϊκής ηγεσίας δυστυχώς κατώτερης, όπως όλοι συνομολογούν, των κρίσιμων σύγχρονων περιστάσεων, όταν μάλιστα φαίνεται καθαρά ότι τα κελεύσματα αυτά οδηγούν σε λάθος δρόμο για τα μεσομακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;  Ή ορθώνοντας το ανάστημά μας και μιλώντας, απέναντι στους εταίρους μας, τη γλώσσα της αλήθειας και της καλώς νοούμενης αλληλεγγύης, τολμώντας ταυτοχρόνως να υποδείξουμε τη λάθος πορεία;  Αναμφισβήτητα πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τη δεύτερη οδό.  Και σ’ αυτή την πορεία καλό είναι να μας εμπνέει και να μας διακατέχει ευκρινώς η ιστορικώς αποδεδειγμένη αλήθεια, σύμφωνα με την οποία η επιλογή των ορθών και ορθολογικών αποφάσεων για το μέλλον και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των οικονομικώς ισχυρών κρατών-μελών της και των ηγετών τους.  Χωρίς να παραγνωρίζουμε το μέγεθος και τη σημασία των κρατών αυτών οφείλουμε, απέναντι στον Τόπο μας αλλά και απέναντι στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, ν’ αποδεικνύουμε ότι ισοτίμως και ισοκύρως πορευόμαστε για το μέλλον της Ευρώπης η οποία, άλλωστε, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις, σύμφυτες με την παράδοσή της, αρχές της ισοτιμίας και της δημοκρατικής της οργάνωσης. Και για να γίνω σαφέστερος:

II. Το δίλημμα, πολιτικοοικονομικό και θεσμικό, του κατά τ’ ανωτέρω συνταγματικού δημοσιονομικού κανόνα προβλήθηκε, ιδίως από γερμανικής πλευράς, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε μπροστά στην αδήριτη ανάγκη να θεσπίσει και να οργανώσει μηχανισμό για τη στήριξη των κρατών-μελών εκείνων της ευρωζώνης τα οποία, βεβαρυμένα και από την παγκόσμια οικονομική κρίση,  αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα ελλείμματος και χρέους, στο πλαίσιο εφαρμογής και των επιταγών του Συμφώνου Σταθερότητας.

Α. Πιο αναλυτικά, κατά τη γερμανική πρόταση –που φαίνεται να βρίσκει σύμφωνη και τη γαλλική ηγεσία αλλ’ αντίθετες πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες- η δημιουργία και λειτουργία του μηχανισμού στήριξης προϋποθέτει, για τα κράτη-μέλη που έχουν ήδη προσφύγει ή ενδέχεται να προσφύγουν σ’ αυτόν, την ανάληψη και εκπλήρωση της υποχρέωσης θέσπισης, μέσα στο Σύνταγμά τους, δημοσιονομικού κανόνα με το περιεχόμενο, το οποίο προεκτέθηκε σε αδρές γραμμές.

Β. Υπενθυμίζεται ότι ο κανόνας αυτός ήδη ενυπάρχει στα Συντάγματα ορισμένων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως π.χ. στα Συντάγματα της Γερμανίας και της Πολωνίας.  Πλην όμως πρέπει να διευκρινισθεί, ευθύς εξ αρχής, ότι τούτο έχει συμβεί κατ’ ελεύθερη επιλογή του συντακτικού νομοθέτη των χωρών αυτών –ήτοι χωρίς άνωθεν και έξωθεν επιβολή, όπως τίθεται τώρα το ζήτημα- και, κυρίως, ανεξάρτητα από οιαδήποτε εξαιρετική οικονομική συγκυρία ως προς τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της, καθώς συμβαίνει τώρα.  Κατά συνέπεια τα δύο αυτά προηγούμενα, μεμονωμένα άλλωστε, δεν είναι δυνατό να συνιστούν ούτε θέσφατο προς υπακοήν ούτε καν μέτρο σύγκρισης για τα λοιπά κράτη-μέλη, όπως προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, και από τις σκέψεις που έπονται:

III.        Επισημάνθηκε ήδη ότι το θέμα της υιοθέτησης, από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του δημοσιονομικού κανόνα σε συνταγματικό επίπεδο τέθηκε ενόψει της δημιουργίας μόνιμου μηχανισμού στήριξης στο πλαίσιο της ευρωζώνης.

Α. Μόνο που ακόμη και ο τρόπος, με τον οποίο προκύπτει τώρα το ζήτημα -δηλαδή υπό όρους επείγοντος και με τη λογική Επιμηθέων-  του μηχανισμού στήριξης αποδεικνύει, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ένα είδος σύγχρονου ευρωπαϊκού αβδηριτισμού, ο οποίος εκδηλώθηκε κατά τη σύσταση της ευρωζώνης.  Είναι νωπές ακόμη οι μνήμες των προπαρασκευαστικών διεργασιών και αποφάσεων για την οργάνωσή της.  Μέσα σ’ ένα κλίμα ευφορίας, λόγω και της κατά την εποχή εκείνη ευνοϊκής παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας, και εμφορούμενοι από μια, σχεδόν, φιλισταϊκή αντίληψη για ένα απολύτως διασφαλισμένο μέλλον ανάπτυξης και ευημερίας, οι τότε ταγοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέσπισαν και έθεσαν σ’ εφαρμογή το κοινό νόμισμα δίχως να σχεδιάσουν, έστω και καθ’ υποφοράν, ένα σύστημα καταπολέμησης μιας βαθειάς οικονομικής κρίσης υπό το καθεστώς του ευρώ.  Και μάλιστα είτε γενικώς, απέναντι στην καθ’ όλα ορατή διαπάλη με άλλα νομίσματα –και ιδίως με το δολάριο- είτε intra muros, δηλαδή στο εσωτερικό της ευρωζώνης ως προς χώρες που θα ήταν ενδεχόμενο ν’ αντιμετωπίσουν στο μέλλον εξατομικευμένα σοβαρά προβλήματα.  Η αβελτηρία αυτή εμφανίζεται σήμερα τόσο περισσότερο αδικαιολόγητη και μοιραία, όσο οι προαναφερόμενες προκλήσεις για το ευρώ ήταν κάτι παραπάνω από ορατές.  Έτσι π.χ.

1.    Δεν ήταν αναμενόμενες ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις για το ευρώ, όταν καθένας γνώριζε πως πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο οικονομικό-νομισματικό εγχείρημα, αφού για πρώτη φορά σχεδιάσθηκε και εφαρμόσθηκε, τουλάχιστον σ’ αυτή την έκταση, η εμπέδωση συστήματος κοινού νομίσματος χωρίς προηγουμένως να έχει οργανωθεί, στοιχειωδώς, κρατική οντότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, έστω και χαλαρής συνομοσπονδιακής μορφής;

2.    Δεν ήταν εξαιρετικά πιθανές οι αντιδράσεις, εκ μέρους άλλων ισχυρών νομισμάτων, πρωτίστως δε του δολαρίου, έναντι ενός νομισματικού εγχειρήματος το οποίο φιλοδοξούσε –και φιλοδοξεί πάντα, και ορθώς- να οργανώσει την ισχυρότερη οικονομική δύναμη σε παγκόσμια κλίμακα;

3.    Δεν ήταν ορατά δια γυμνού οφθαλμού τα εμπόδια για το ευρώ, κυρίως μάλιστα στα πρώτα του βήματα, όταν η όλη πορεία του είχε ν’ αντιμετωπίσει και την αδήριτη οικονομική ανισότητα των κρατών-μελών της ευρωζώνης, ιδίως ως προς τη δομή και την προοπτική των οικονομιών τους;  Και, μάλιστα, όταν ήταν εν εξελίξει το Σύμφωνο Σταθερότητας;  Ένα Σύμφωνο που, ούτως ή άλλως, υπήρξε από την αφετηρία του προβληματικό και αμφισβητούμενο ως προς την ίδια του την αναγκαιότητα αλλά και αποτελεσματικότητα, για να θυμηθούμε τον ιστορικό αφορισμό του Ζακ Ντελόρ;

Β. Πέραν τούτου το εξαιρετικά «σεισμογενές» πολιτικοοικονομικό έδαφος, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το οικοδόμημα του ευρώ, προκύπτει ανάγλυφα και από το ότι, όπως αναδείχθηκε προηγουμένως υπαινικτικώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαπλώθηκε και αναπτύχθηκε, με γεωμετρική πρόοδο, στο ευρύτερο οικονομικό πεδίο δίχως όμως να διαθέτει τους απαραίτητους, όπως τώρα φαίνεται, πολιτικούς αρμούς και τις, επίσης απαραίτητες, αντίστοιχες θεσμικές αντηρίδες, μέσα από την απολύτως αναγκαία προηγούμενη μετεξέλιξη του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου. Και όχι μόνον αυτό αλλά και όταν, έστω και a posteriori , έγινε αντιληπτό το επικίνδυνο κενό και επιχειρήθηκε εν τάχει η, επιμηθεικής έμπνευσης, κάλυψή του, το όλο εγχείρημα έμεινε μετέωρο, κατά κύριο λόγο εξαιτίας της στείρας εμμονής ορισμένων κρατών-μελών, τα οποία περιχαράκωσαν πεισματικώς τις έννομες τάξεις τους σ’ ένα είδος splendid isolation.  Και τούτο γιατί θεώρησαν ότι, έτσι, μπορούσαν να θωρακίσουν την εθνική τους κυριαρχία, απολαμβάνοντας όμως όλα τα πλεονεκτήματα από την όποια ευνοϊκή πορεία του ευρώ!  Η περίπτωση του λεγόμενου «Ευρωσυντάγματος» -που κακώς αποκλήθηκε έτσι, λόγω ενός ανεξήγητου θεσμικού μεγαλοϊδεατισμού ορισμένων από τους εμπνευστές του, αφού, απλώς και ορθώς, επιχειρούσε την αναγκαία, με βάση τις νέες ανάγκες της Ευρώπης, μετεξέλιξη του νομικού της υπόβαθρου- βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές ως προς της σαθρότητα της κανονιστικής υποδομής, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το, κατά τ’ άλλα κολοσσιαίων οικονομικών διαστάσεων, οικοδόμημα του ευρώ.

IV.         Από τα όσα προεκτέθηκαν μπορεί, πιστεύω, να προοιωνισθεί καθένας γιατί η, γερμανικής αρχικώς έμπνευσης, πρόταση για τη θέσπιση, στην έννομη τάξη των κρατών-μελών της ευρωζώνης, συνταγματικού δημοσιονομικού κανόνα είναι οικονομικώς ανεδαφική και θεσμικώς έωλη.  Συγκεκριμένα:

Α. Από οικονομική άποψη, η γενικευμένη καθιέρωση του δημοσιονομικού αυτού κανόνα φαίνεται να μην αντέχει σε σοβαρή κριτική. Αφού έρχεται -προκειμένου να επιδιώξει, δήθεν, μεσομακροπρόθεσμα κοινά  οικονομικά αποτελέσματα- να εξισώσει, από πλευράς δημοσιονομικού ελλείμματος κυρίως, κράτη-μέλη με εντελώς διαφορετική υποδομή και προοπτική.  Δεν έχει κανείς παρά να λάβει υπόψη του, ως μέτρο αμοιβαίας σύγκρισης, τις οικονομίες της Γερμανίας και, έστω δευτερευόντως, της Γαλλίας και τις οικονομίες κρατών-μελών του νότου, όπως π.χ. της Ελλάδας και της Πορτογαλίας.  Και όχι μόνο.  Το αντίστοιχο παράδειγμα της Ιρλανδίας για τον ευρωπαϊκό βορά μεγεθύνει την αξία του προαναφερόμενου επιχειρήματος.  Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί, όπως ήδη σημειώθηκε, και το μεγάλο ζήτημα της εν γένει αμφισβήτησης του όλου πνεύματος του Συμφώνου Σταθερότητας, ως ικανού παράγοντα μελλοντικής ασφαλούς σύγκλισης των οικονομιών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.         Με απλές λέξεις πώς να επιτευχθεί, μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας γενικότερα αλλά και, κυρίως, ενός ενδεχομένως γενικευμένου συνταγματικού δημοσιονομικού κανόνα κοινή οικονομική πορεία –τουλάχιστον στο πλαίσιο της ευρωζώνης- μεταξύ χωρών που όχι μόνο ξεκινούν από διαφορετική οικονομική αφετηρία αλλά –και το κυριότερο- έχουν διαφορετική οικονομική δομή και αναπτυξιακή προοπτική;  Το πιθανότερο, λοιπόν, με μια τέτοια επιλογή είναι να οδηγηθεί η ευρωζώνη στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: Ήτοι στην οικονομική και, ιδίως, δημοσιονομική απόκλιση.  Άρα και στην διόγκωση του σημερινού προβλήματος, δηλαδή ακόμη και στην πλήρη υπονόμευση του ίδιου του ευρώ.  Διότι στοιχειώδης γνώση των δεδομένων της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομικής δομής αλλά και κρίσης τεκμηριώνει ότι η οικονομική σύγκλιση, μέσω κοινού νομίσματος, προϋποθέτει σύγκλιση των ίδιων των οικονομιών, υπό τη συστημική του όρου έννοια.  Και όχι απλή ισοπεδωτική σύγκλιση των επιμέρους οικονομικών πολιτικών και μέτρων καθεμιάς. Πράγμα που, στις περισσότερες περιπτώσεις, μπορεί απλώς να υπακούει στα κελεύσματα της όποιας συγκυρίας.

2.         Επιπλέον η Γερμανία, ως «εμπνευστής» παράγων του συνταγματικού δημοσιονομικού κανόνα, οφείλει, αν θέλει να συμμερίζεται με ειλικρίνεια και πνεύμα δικαιοσύνης την ευρωπαϊκή αγωνία και το ευρωπαϊκό μέλλον, ν’ αντιληφθεί και τούτο:  Ιδίως εκείνη, ως χώρα κατ’ εξοχήν εξαγωγική –και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο- επωφελήθηκε τα μέγιστα από τον «οβολό» του κοινού νομίσματος.  Άρα τα δικά της πλεονάσματα προήλθαν, σε μεγάλο βαθμό, από την κοινή νομισματική πορεία και των λοιπών κρατών-μελών της ευρωζώνης.  Αφετέρου πολλά από τα προβλήματα κρατών-μελών όπως η Ελλάδα οφείλονται, ως ένα σημείο τουλάχιστον, στα οφέλη που αποκόμισε η Γερμανία από την ως πρότινος ραγδαία πρόοδο του ευρώ.  Για να μην αναφερθεί εκτενέστερα -δεν είναι εδώ το forum conveniens- και στο ότι συγκεκριμένες, μεγάλης εμβέλειας, γερμανικές επιχειρήσεις, με έντονη και προφανή κρατική στήριξη –όρα το παράδειγμα της Siemens- έδρασαν, στο ημίφως ή και στο πλήρες σκότος έστω και στοιχειώδους διαφάνειας, υπέρ των συμφερόντων του γερμανικού κράτους, σε βάρος προφανώς άλλων κρατών-μελών της ευρωζώνης (όπως π.χ. ιδίως η Ελλάδα).  Και όταν ήλθε η ώρα της αποκάλυψης όχι μόνον η γερμανική Κυβέρνηση δεν ανέλαβε τις ευθύνες της για τη μήτρα διαφθοράς που εκκόλαψε στους κόλπους της αλλά, όλως αντιθέτως, συγκάλυψε την υπόθεση, εμποδίζοντας εμφανώς τις αρμόδιες αρχές των παθόντων κρατών να βρουν την άκρη του νήματος και τους υπαιτίους, εντός και εκτός των συνόρων  τους.

Β. Τέλος –και ουδείς δικαιούται να υποβαθμίσει αυτή την παράμετρο- από θεσμική άποψη, η πρωτοβουλία καθιέρωσης του συνταγματικού δημοσιονομικού κανόνα για τις χώρες της ευρωζώνης που δεν τον έχουν υιοθετήσει ως τώρα -και είναι η συντριπτική πλειοψηφία, όπως ήδη τονίσθηκε- δεν μπορεί και δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει για τους εξής –μεταξύ άλλων φυσικά- λόγους, οι οποίοι έχουν αναφορά στην ίδια τη δημοκρατική αρχή.  Και ευελπιστούμε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της –άρα και η Γερμανία- αποδέχεται τουλάχιστον τους στοιχειώδεις κανόνες Δημοκρατίας, μέσα από τους οποίους γεννήθηκε και ενόψει των οποίων και μόνο μπορεί να οραματίζεται ένα μέλλον ανάλογo των προσδοκιών που τη θεμελίωσαν.

1.  Κατά πρώτο λόγο, η αρχή της ισότητας –ένας από τους πυλώνες πάνω  στους οποίου εδράζεται το θεσμικό και κοινωνικό αέτωμα της δημοκρατικής αρχής- επιβάλει ένας τέτοιος δημοσιονομικός κανόνας να ισχύει για όλα, ανεξαιρέτως, τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης.  Μόνο που η αρχή της ισότητας, κατά γενική πλέον ομολογία και αποδοχή, δεν νοείται αριθμητικώς αλλά αναλογικώς.  Δηλαδή με την έννοια της ίσης μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων και, συνακόλουθα, της άνισης μεταχείρισης ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων.  Για ν’ αναχθούμε στον αριστοτελικής καταγωγής ορισμό «εκάστω το ίδιον αυτώ αποδιδόναι».  Και στην εντελώς σύγχρονη εποχή, κατά τον μέντορα της περί Δικαιοσύνης θεωρίας Τζων Ρόουλς («Θεωρία περί Δικαιοσύνης», 1971), η πλήρης και συνεπής αρχή της ισότητας, κατά το πνεύμα της, σημαίνει πρωτίστως ισότητα ως προς την αφετηρία, από την οποία ξεκινά καθένας.  Με άλλα λόγια –και για το ζήτημα που αναλύεται εδώ- δεν είναι δίκαιο να υποχρεώνεις χώρες να οδηγηθούν στα ίδια οικονομικά αποτελέσματα, επιβάλλοντας επιλεκτικώς τεράστιες θυσίες στο κατά περίπτωση κοινωνικό σύνολο, εφόσον αυτές ξεκινούν, χωρίς δική τους μάλιστα αποκλειστικώς υπαιτιότητα, από διαφορετική οικονομική αφετηρία.  Πολύ περισσότερο όταν η διαφοροποίηση ως προς την αφετηρία οφείλεται, κατά μεγάλο μέρος, στο ότι οι χώρες που έμειναν πίσω πληρώνουν ουσιαστικά το κόστος για να μπορούν σήμερα άλλοι να παραδίδουν μαθήματα οικονομικής προόδου και να εμφανίζονται ως «παραδείγματα προς μίμησιν»!  Συνεπώς, η γενικευμένη και ισοπεδωτική εφαρμογή ενός συνταγματικού δημοσιονομικού κανόνα παραβιάζει την αρχή της ισότητας, με την έννοια της αναλογικής Δικαιοσύνης και αντιβαίνει στις ίδιες τις αρχές και της αξίες, πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Κατά δεύτερο λόγο, όπως είναι αυτονόητο, η είσοδος του κατά τ’ ανωτέρω δημοσιονομικού κανόνα στα επιμέρους Συντάγματα των κρατών-μελών της ευρωζώνης μπορεί να συντελεσθεί μόνο μέσα από τη διαδικασία αναθεώρησής τους.  Τούτο ισχύει, φυσικά , και για την Ελλάδα.  Δεν θα υπεισέλθω στην ανάλυση του προβλήματος σύμφωνα με το οποίο, οφθαλμοφανώς, έως όταν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες μιας τέτοιας αναθεώρησης, ιδίως υπό την σημερινή κρίσιμη παγκόσμια και ευρωπαϊκή συγκυρία, το όλο ζήτημα θα έχει καταστεί ήδη ανεπίκαιρο και οι όποιες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες θα έχουν προφανώς επέλθει.

α. Μένοντας σε καθαρώς θεσμικό επίπεδο διευκρινίζω ότι, με βάση τη δημοκρατική αρχή την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της οφείλουν να σέβονται στο ακέραιο, μια διαδικασία αναθεώρησης των Συνταγμάτων των κρατών-μελών της ευρωζώνης είναι αδιανόητο να επιβληθεί, υπό το παρόν στάδιο λειτουργίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και του status της κυριαρχίας των κρατικών συνιστωσών του, με απλές πολιτικές αποφάσεις των οργάνων της.  Είτε πρόκειται π.χ. για το Συμβούλιο, ακόμη σ’ επίπεδο κορυφής είτε, πολύ περισσότερο, για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.  Η δημοκρατική αρχή αποκρούει και αποκλείει, στοιχειωδώς, μια τέτοια εκδοχή.  Τα ως άνω όργανα, υπό τα σημερινά δεδομένα, μπορούν βεβαίως να λαμβάνουν πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις, στο πλαίσιο του πρωτογενούς και του παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου και να δρομολογούν τις αντίστοιχες κυρώσεις.  Δεν μπορούν, όμως, να επιβάλλουν μεταβολές ως προς το συνταγματικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο εδράζεται η έννομη τάξη κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Υπό διαφορετική εκδοχή το ήδη σημαντικό, και θεσμικώς αλλά και πολιτικώς, διαβρωτικό δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα οδηγηθεί σ’ έναν ακόμη πιο ολισθηρό κατήφορο.  Και σε μια περίοδο όπου η Δημοκρατία είναι ζητούμενο για πολλά κράτη του Πλανήτη, που την έχουν στερηθεί ή και δεν την έχουν καν γνωρίσει, θα ήταν τουλάχιστον αποκαρδιωτικό η Ευρωπαϊκή Ένωση να δίνει δείγματα περιφρόνησης των αρχών, τις οποίες πρώτη οφείλει να υπηρετεί για να διδάσκει, με το παράδειγμά της, άλλους ως προς την ανάγκη σεβασμού και εμπέδωσής της.

β. Άρα μόνον εφόσον, όπως ήδη τονίσθηκε, τροποποιηθεί το υφιστάμενο καθεστώς του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου, ήτοι εφόσον θεσπισθεί ένα είδος «Ευρωσυντάγματος» που θα επικυρωθεί απ’ όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το οποίο θα περιέχει, ως αναπόσπαστο τμήμα του, και τον δημοσιονομικό κανόνα, είναι δυνατό να υποχρεωθούν τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης να κινήσουν τη διαδικασία αναθεώρησης των Συνταγμάτων τους για να τον ενσωματώσουν.  Οιαδήποτε άλλη εκδοχή ανατρέπει τη νομική λογική, πάνω στην οποία θεμελιώνεται το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπονομεύει δραματικά την πορεία της προς την, όποια, τελική της ενοποίηση.  Ας μην αυταπατώμεθα:  Και το ευρωπαϊκό όραμα, για να γίνει κάποτε πράξη, υπακούει στην διαχρονική ρήση του Θουκυδίδη, όταν έγραφε τον πρόλογο της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου: «Κτήμα ες αεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν ξύγκειται».

Εν είδει επιλόγου:  Για τους όψιμους «λάτρεις» ενός, ψευδεπίγραφου άλλωστε, «ευρωπαϊκού ρεαλισμού» και τους «ιεροφάντες» ενός υποδόριου –λόγω των δικών τους, και μόνον, ενοχών αφού είναι τοις πάσι πια γνωστό που οδηγούν τα πρότυπα της Σχολής του Σικάγο –νεοφιλελευθερισμού, ίσως οι σκέψεις που εκτέθηκαν να φαίνονται «εχθρικές» για την οικοδόμηση της ενιαίας Ευρώπης.  Μόνο που ακόμη και εκείνοι γνωρίζουν, και ας μην τολμούν να το ομολογήσουν, ότι οι πραγματικοί και ενσυνείδητοι, όπως ήταν κατεξοχήν ο Δημήτρης Τσάτσος, υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ενοποίησης -κατά τον προορισμό της και τις προσδοκίες της παγκόσμιας κοινότητας για ένα παράδειγμα που, επιτέλους, πρέπει να εμπνεύσει ελπίδα στον ταραγμένο κόσμο μας- είναι αυτοί που τολμούν να εκφέρουν, τις κρίσιμες στιγμές και όταν υπάρχει ανάγκη, εκτός από το μεγάλο «ναι» και το εξίσου μεγάλο «όχι», για να θυμηθούμε τον Δάντη και τον Καβάφη.  Κατά τα λοιπά ας μπουν στον κόπο να ξαναδιαβάσουν το, πάντα επίκαιρο καθ’ ότι προφητικό, δοκίμιο του Ρεϊμόν Αρόν, γραμμένο μέσα σε μια, λιγότερο βέβαια κρίσιμη αλλά πολύ διδακτική συγκυρία (1977), «Υπερασπίζοντας την Ευρώπη που παρακμάζει».  Θ’ αντιληφθούν ευχερώς ότι η αλήθεια δεν ταξιδεύει με σημαίες ευκαιρίας.  Κι ακόμη καλλίτερα ότι, καθώς λέει ο θυμόσοφος Λαός μας, «όποιος αγαπάει παιδεύει».  Και, σίγουρα, δεν κολακεύει ανεξόδως.