Αν θέλετε να μάθετε ποιες είναι οι πιο αξιόπιστες στοιχηματικες εταιριες στον κόσμο τότε μπορείτε να διαβάσετε τις πιο έγκυρες αξιολογήσεις για εταιριες στοιχηματων με πολλές πληροφορίες για υπηρεσίες και τα στοιχηματικά μπόνους εγγραφής που δίνουν. Δείτε τη σελίδα και συλλέξτε τις δυνατές γνώσεις για να επιβιώσετε στο χώρο του διαδικτυακού παιχνιδιού.














Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΡΙΣΗΣ
Η διαχρονική επικαιρότητα της κεϋνσιανής σκέψης
(στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» της 30/8/2012)


          Την ώρα που ο εφιάλτης της ύφεσης –μ’ αιχμή του δόρατος το πιο «γνήσιο τέκνο της», την ανεργία- χτυπάει, ολοένα και πιο ηχηρά, την πόρτα όλου, σχεδόν, του οικοδομήματος της ευρωζώνης, η συνολική θεώρηση του John Maynard Keynes και των επιγόνων του ως προς την ανάγκη δόμησης, ιδίως για την αντιμετώπιση τέτοιας μορφής κρίσεων, μιας οργανωμένης διορθωτικής παρέμβασης του κράτους στην οικονομία επανέρχεται στην επικαιρότητα αλλά και δικαιώνεται διαχρονικώς.

          Την ίδια ώρα –και e contrario- τεκμηριώνεται, καθημερινώς πια, η καταστροφική επιρροή των θεωριών και των αντίστοιχων πρακτικών του νεοφιλελευθερισμού στην παγκόσμια οικονομία, κυρίως μέσα από την εφαρμογή του «δόγματος» περί της δυνατότητας «αυτορρύθμισης» της οικονομίας της αγοράς.

          Το ζήτημα λοιπόν είναι αν οι, υπό την ευρεία του όρου έννοια, πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης -σαφώς κατώτερες των κρίσιμων περιστάσεων ως τώρα- θ’ αντιληφθούν αυτή την πραγματικότητα. Και, εγκαταλείποντας ή και καταγγέλλοντας τις ανεδαφικές γερμανικές εμμονές, θα διασώσουν το σκάφος της ευρωζώνης από το επικείμενο ναυάγιο, συνεχίζοντας ταυτοχρόνως την προσπάθεια προς την, τελματωμένη τα τελευταία χρόνια, ευρωπαϊκή ενοποίηση.

I.      Σήμερα οι οιωνοί είναι δυσμενείς ως προς το ενδεχόμενο μιας τέτοιας ριζικής αλλαγής τακτικής.  Μολονότι οι φωνές αντίδρασης εναντίον του -γερμανικού τύπου- νεοφιλελευθερισμού πολλαπλασιάζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα μάλιστα και από πολιτικές μεταβολές που αναδεικνύουν ηγέτες prima faciae αποφασισμένους ν’ αμφισβητήσουν την γερμανική επικυριαρχία, η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική συνεχίζει να ρέπει προς έναν επικίνδυνο κατήφορο:

Α. Στο πλαίσιο της ευρωζώνης, η –κατ’ ευφημισμόν βεβαίως- «οικονομική ενοποίηση» αποστεώνεται μέσ’ από την εφαρμογή πολιτικών που αποβλέπουν  αποκλειστικώς στη νομισματική ενοποίηση.  Πολιτικών, οι οποίες από τη μια πλευρά βασίζονται σε μηχανισμούς επίτευξης αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, μ’  εξίσου αμιγώς δημοσιονομικά μέσα,  όπως είναι, κατά βάση, οι στόχοι σχετικά με το έλλειμμα και το χρέος.  Και, από την άλλη, αγνοώντας την επιτακτική ανάγκη σύγκλισης  των αντίστοιχων οικονομιών, οδηγούν, αντιθέτως, μαθηματικώς στην μεταξύ τους απόκλιση.  Πέραν τούτου, ακόμη και η επίτευξη των επιλεγμένων δημοσιονομικών στόχων καθίσταται ανέφικτη, πρωτίστως λόγω του υφεσιακού οικονομικού περιβάλλοντος, το οποίο οι κατά τ’ ανωτέρω πολιτικές όχι μόνο δεν το καταπολεμούν αλλά το τροφοδοτούν νομοτελειακώς.

Β. Παρά το φαύλο κύκλο της ύφεσης, οι «υπεύθυνοι» της οικονομικής πολιτικής εντός ευρωζώνης δεν φαίνεται –τουλάχιστον με τα τωρινά δεδομένα- να σκέπτονται την προοπτική δρομολόγησης μεθόδων διορθωτικού κρατικού παρεμβατισμού για την εξουδετέρωσή της.  «Μοιραίοι και άβουλοι», κατά Κ. Βάρναλη, συνεχίζουν το νεοφιλελεύθερο δρόμο τους –θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για «νεοφιλελεύθερη οικονομική ονείρωξη»- θεωρώντας ότι η οικονομία και η αγορά μπορούν ν’ «αυτορρυθμισθούν» και εξορκίζοντας, συνακόλουθα, κάθε μορφή κρατικής παρέμβασης.  A fortiori δε, επιδιώκουν ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση των εντός των τειχών της οικονομίας κρατικών αρμοδιοτήτων, δια της μεθόδου της «απορρύθμισης». Συχνά–πυκνά μάλιστα –και προκειμένου να θωρακίσουν και θεωρητικώς τις σχετικές αποφάσεις τους -παραπέμπουν στην λεγόμενη «κλασική σκέψη» της προ Keynes εποχής.  Κατ’ αυτήν –όπως βεβαίως την ερμηνεύουν κατά το δοκούν- η μόνη κατάσταση ισορροπίας στην οικονομία είναι η πλήρης απασχόληση, η οποία και επιτυγχάνεται αυτοδυνάμως.  Ήτοι με την αυτόματη –άρα χωρίς ίχνος κρατικής παρέμβασης- επάνοδο σε κατάσταση ισορροπίας κατά βάση δύο μεγεθών:

       1. Πρώτον, της επένδυσης:  Όταν η επένδυση δεν είναι επαρκής, επειδή η αποταμίευση εμφανίζεται από πλευράς κερδοφορίας πιο ελκυστική λόγω επιτοκίου, μειώνεται το επιτόκιο.  Έτσι, «αυτομάτως», αυξάνεται η ποσότητα επένδυσης, ως το όριο της επιθυμητής ισορροπίας!

       2. Δεύτερον -και συνακόλουθα- των θέσεων εργασίας:  Σε περιόδους υψηλής ανεργίας η κατάσταση ισορροπίας –άρα πλήρους απασχόλησης κατά τ’ ανωτέρω- αποκαθίσταται απλώς μέσα από τη μείωση του ύψους των μισθών.  Διότι η μείωση των μισθών οδηγεί, «αυτομάτως», σε μείωση του κόστους εργασίας.  Τούτο συνιστά πρόσθετο κίνητρο για τις επιχειρήσεις προκειμένου αφενός ν’ απασχολήσουν περισσότερους εργαζόμενους, άρα να συμβάλουν στην αύξηση της απασχόλησης! Και, αφετέρου, να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα όλης της οικονομίας, της οποίας αποτελούν υποσύνολο!

II.      Την οικονομική αφέλεια –που γίνεται όμως εξαιρετικά επικίνδυνη για την ευρωπαϊκή οικονομία όταν υπερβαίνει ακόμη και τα όρια της ανευθυνότητας– των θέσεων αυτών έχει τεκμηριώσει η ίδια η πράξη, ιδίως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόβλημα της Ελλάδας και το εντελώς ατελέσφορο μίγμα πολιτικής των Μνημονίων που επέβαλε –ελέω Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου- η Τρόικα στην χειμαζόμενη οικονομία μας, το αποδεικνύουν καθημερινώς.  Και δεν είναι μόνο το ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι –ούτως ή άλλως αμφίβολης σκοπιμότητας, μέσα σ’ ένα σκηνικό γενικευμένης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης- τους οποίους έθεσε η Τρόικα δεν μπορούν να επιτευχθούν.  Πολύ περισσότερο η «άνωθεν» επιβεβλημένη μνημονιακή οικονομική πολιτική επιδεινώνει την ύφεση και προοιωνίζεται κοινωνική έκρηξη, αντί να οδηγεί την ελληνική οικονομία προς την «κατάσταση ισορροπίας», την οποία οι απροκαλύπτως νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις της Τρόικας ευαγγελίζονται.  Όπως δε είναι αναμενόμενο στο πλαίσιο της ευρωζώνης, ήτοι μιας οικονομικής οντότητας που λειτουργεί με τη μέθοδο των «συγκοινωνούντων δοχείων», η ελληνική «οικονομική νόσος» παίρνει διαστάσεις επιδημίας, η οποία εξαπλώνεται πια σ’ όλο τον ευρωπαϊκό νότο –και όχι μόνο- αφού το «φάρμακο» που χορηγείται «στον ασθενή» φέρνει τ’ αντίθετα αποτελέσματα.

III.      Υπό το φως των δραματικών αυτών δεδομένων επανέρχονται στην επικαιρότητα και δικαιώνονται οι θέσεις του Keynes, σύμφωνα με τις οποίες σε περιόδους τέτοιας μορφής οικονομικών κρίσεων η κατάρρευση αντιμετωπίζεται μόνο μέσα από την άσκηση κατάλληλης ενεργού κρατικής πολιτικής, δια της οργάνωσης αντίστοιχου μηχανισμού ενεργού ζήτησης.

Α. Πριν απ’ όλα σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, αποδεικνύεται η ορθότητα των θέσεων του Keynes ως προς την επιστημονική κουφότητα των προαναφερόμενων «δογμάτων» της «κλασικής σκέψης» περί «αυτόματης κατάστασης ισορροπίας» σ’ επίπεδο πλήρους απασχόλησης, μέσω μείωσης επιτοκίων και μισθών.  Και τούτο διότι η σύγχρονη πραγματικότητα τεκμηριώνει πως:

1. Εν πάση περιπτώσει, το επιτόκιο δεν είναι δυνατό να πέσει κάτω από ένα minimum επίπεδο χωρίς να ενεργοποιηθεί η παγίδα ρευστότητας. Ιδίως όμως αποτελεί πια κοινό τόπο στην οικονομία ότι η υπό συνθήκες ύφεσης μείωση του επιτοκίου ασκεί, κατά κανόνα, αμελητέα επιρροή στο μέγεθος των επενδύσεων.  Δεδομένου ότι η ύφεση –και μάλιστα η βαθειά ύφεση- από την ίδια τη φύση της εξουθενώνει το επενδυτικό κλίμα, κάνοντάς το ανελαστικό ακόμη και ως προς το επιτόκιο.

2. Η μείωση των μισθών οδηγεί, αναποδράστως, και σ’ αντίστοιχη ή και μεγαλύτερη μείωση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, λόγω περιορισμού της ρευστότητας στην αγορά.  Τούτο, περαιτέρω, συνεπάγεται συρρίκνωση της απασχόλησης. Άρα, μοιραίως, αύξηση της ανεργίας.  Και αυτό το σπιράλ επιταχύνεται όσο η ύφεση ακολουθεί την ανιούσα.

   Β. Κατά συνέπεια, κάθε εμμονή στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις περί «αυτόματης» επανόδου στην κατάσταση ισορροπίας της πλήρους απασχόλησης είναι, κυριολεκτικώς, καταστροφική.  Μόνο μέσα από τους –δοκιμασμένους άλλωστε σ’ αντίστοιχες οικονομικές κρίσεις- διαύλους της λελογισμένης διορθωτικής κρατικής παρέμβασης είναι εφικτή η αναχαίτιση της ύφεσης.  Και μια τέτοια κρατική παρέμβαση σημαίνει, πρωτίστως και με βασικό εργαλείο τη δημόσια δαπάνη, διαμόρφωση της κατάλληλης ενεργού κρατικής πολιτικής και στον τομέα των επενδύσεων αλλά και στον τομέα της ζήτησης. Με άλλες λέξεις σημαίνει την εκ μέρους του κράτους αφενός οργάνωση του κατάλληλου πλέγματος δημόσιων επενδύσεων. Και, αφετέρου, τόνωση της καταναλωτικής δύναμης των ιδιωτών. Συνεπώς, και κατ’ επέκταση, τόνωση της ιδιωτικής δαπάνης.

   Γ. Για να έλθω ειδικώς στην δική μας δεινή οικονομική πραγματικότητα και στην προσπάθεια που καταβάλλει ο Πρωθυπουργός κ. Α. Σαμαράς και η Κυβέρνησή του ν’ αναδιαπραγματευθούν τα τμήματα εκείνα του μίγματος πολιτικής των Μνημονίων, τα οποία πυροδοτούν την ύφεση, οι σκέψεις που προηγήθηκαν οδηγούν, νομίζω, και στην ακόλουθη διαπίστωση:  Η Τρόικα, η οποία έχει το δικό της -πολύ μεγάλο μάλιστα- μερίδιο ευθύνης για την όλη αποτυχία της ως τώρα μνημονιακής πολιτικής και των τεράστιων αρνητικών επιπτώσεών της στην ελληνική οικονομία, οφείλει να δεχθεί τις τροποποιητικές εκείνες προτάσεις της Κυβέρνησης Α. Σαμαρά, με τις οποίες ανοίγει ο δρόμος της λελογισμένης διορθωτικής παρέμβασης του κράτους προς την κατεύθυνση της άσκησης της επιβεβλημένης ενεργού κρατικής πολιτικής. Μιας πολιτικής η οποία στηρίζεται στην αναπτυξιακή προοπτική και δύναμη της δημόσιας δαπάνης, όπως αυτή πρέπει να εκδηλωθεί μέσα από τις ενδεδειγμένες οικονομικές πρακτικές.  Ιδίως προς τη κατεύθυνση:

           1. Της γενναίας αύξησης του  προγράμματος δημόσιων επενδύσεων. Χωρίς τις οποίες είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να δημιουργηθεί εκείνο το αναπτυξιακό επενδυτικό πλέγμα που είναι σε θέση να προκαλέσει τη σταθερή επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.

          2. Της αξιοποίησης –με τις αναγκαίες φυσικά διευκολύνσεις για τη ραγδαία αύξηση της απορροφητικότητάς του- του ΕΣΠΑ, κυρίως ως προς τις συνιστώσες του εκείνες που αφορούν τόσο την κινητροδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων.  Όσο και την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά, μέσα από την, άμεση ή έμμεση, τόνωση της κατανάλωσης και στήριξη των επιχειρήσεων. Πρωτίστως δε των μικρομεσαίων.

          Και κάτι τελευταίο, αλλ’ όχι λιγότερο σημαντικό:  Ας αντιληφθεί η Τρόικα ότι η έναρξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας θα ήταν, ως παράδειγμα προς μίμηση, το πιο πρόσφορο μέσο στήριξης και όλων εκείνων των οικονομιών της ευρωζώνης, που σήμερα βρίσκονται κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη και τα καυδιανά δίκρανα του εφιάλτη της ύφεσης.  Υπό διαφορετική εκδοχή και η τύχη των ευρωπαϊκών οικονομιών θα είναι κοινή και το μέλλον τους αόρατο.  Φυσικά, δυστυχώς, επί τα χείρω. Εν πάση δε περιπτώσει το, σίγουρα αναπόφευκτο, «mea culpa» της Τρόικας πρέπει να εκφρασθεί όσο υπάρχει ακόμη καιρός επανόρθωσης και όχι όταν θα είναι πια πολύ αργά.