ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ
Συγκρίσεις και διδάγματα
(Στο ένθετο «Τέχνες & Γράμματα» της εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»
της Κυριακής 19/8/2012)
Αργά το βράδυ της περασμένης Κυριακής ξεκίνησα –κάπως αδιάφορα στην αρχή, θάλεγα σχεδόν από ιστορικώς και πολιτισμικώς καθιερωμένη συνήθεια- να παρακολουθώ την τηλεοπτική μετάδοση της τελετής λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου.
I. Μόνο που από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας στην –άδεια λόγω δεκαπενταύγουστου και γι’ αυτό ασυνήθιστα «σιωπηλή» -οδό Μιχαλακοπούλου η ματιά μου, παρακάμπτοντας τον τσιμεντένιο όγκο του Hilton, έπεφτε επίμονα στον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Μέσα στην αυγουστιάτικη νύχτα, που τη δρόσιζαν οι «αποβροχάρισσες ανάσες» -κατά Γ. Σεφέρη- ενός ανέμελου μαΐστρου, αναδυόταν, σαν μνημειακή Αφροδίτη, στην κορυφή του βράχου ο Παρθενώνας. Ντυμένος με τη χρυσορόδινη εσθήτα του τεχνητού του φωτός, που το έκαναν ακόμη πιο μυστηριακό λίγα σκόρπια σύννεφα-πλάνητες στον αττικό ουρανό, φαινόταν να στέλνει, κάπως ex cathedra, το δικό του μήνυμα – χαιρετισμό στο σύγχρονο Ολυμπιακό Πνεύμα, το οποίο έχει πια εμφανώς ξεστρατίσει από τον αρχετυπικό προορισμό του.
II. Σκεφτόμουν ότι καμιά περιγραφή της ιστορικής μορφής και της ιδέας που εκπροσωπεί διαχρονικώς αυτό το πιο εμβληματικό μνημείο του αρχαίου κόσμου δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ εκείνη που μας κληροδότησε ο André Malraux. Ήταν στις 28 Μαΐου 1959, όταν ο μεγάλος μύστης ιδίως του ευρωπαϊκού πολιτισμού μίλησε, εξ ονόματος της γαλλικής κυβέρνησης, για τη διαχρονική πνευματική ακτινοβολία του Παρθενώνα, με αφορμή την πρώτη φωταγωγία της Ακρόπολης. Αν ξαναγυρίζω στις σκέψεις εκείνες του Malraux είναι γιατί βρίσκω πως πολλά μπορούν ακόμη να διδάξουν, ιδιαίτερα εμάς τους Έλληνες, όχι μόνο για την αρχέγονη κληρονομιά μας αλλά και για το εθνικό μας χρέος, σήμερα και στα χρόνια που έρχονται. Και ίσως η σύγκριση των τελετών λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, το 2004 και στο Λονδίνο, το 2012, μπορεί να συμβάλλει στη συναγωγή χρήσιμων διδαγμάτων προς αυτή την κατεύθυνση.