Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ
Αθήνα, 7 Δεκεμβρίου 2010
Σημεία από την παρέμβαση του Εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας Βουλευτή κ. Προκόπη Παυλόπουλου, κατά τη συζήτηση επί της αρχής, στην Ολομέλεια της Βουλής, του σχεδίου νόμου «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνσης της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις», του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
« Η Νέα Δημοκρατία ψηφίζει επί της αρχής το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου, δεδομένου ότι, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση ως προς τον εξορθολογισμό των διαδικασιών και την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης. Ωστόσο, ως προς συγκεκριμένες ρυθμίσεις εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις ή και έντονες αντιρρήσεις, δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις αυτές περιορίζουν υπερμέτρως και αδικαιολογήτως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Σε σημείο μάλιστα ώστε οι ρυθμίσεις αυτές δυσχερώς συμβιβάζονται με τις επιταγές των διατάξεων τόσο του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος όσο και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (όπως κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, μέσω των κατάλληλων ένδικων βοηθημάτων και μέσων. Ειδικότερα οι επιφυλάξεις και αντιρρήσεις αυτές εστιάζονται στα ακόλουθα άρθρα του σχεδίου νόμου.
Ι. Άρθρο 1: Η πρότυπη δίκη που καθιερώνει το άρθρο αυτό είναι χρήσιμος θεσμός για την ταχεία και ενιαία επίλυση διαφορών μεγάλης εμβέλειας. Πλην όμως χρειάζεται περιορισμός ως προς τη δυνατότητα παρέμβασης τρίτων, προκειμένου ν’αποφευχθούν σημαντικές καθυστερήσεις της δίκης. Πέραν τούτου το άρθρο αυτό πρέπει να συνδυασθεί με το άρθρο 12, έτσι ώστε η πρότυπη δίκη να μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή νομολογίας ως προς μείζονος σημασίας ζητήματα. Διαφορετικά, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια (άρθρο 12), θα φθάσουμε σε μια ακινησία της νομολογίας, ανεπιθύμητη και επικίνδυνη, ιδίως στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία.
ΙΙ. Άρθρο 3: Η προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό γνωμοδοτική παρέμβαση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ως προς το παραδεκτό και βάσιμο της αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και μάλιστα ως προϋπόθεση του παραδεκτού άσκησής της, δεν θα οδηγήσει σε μείωση των αναιρέσεων. Και τούτο διότι είναι δύσκολο το Ν.Σ.Κ. ν’αποφαίνεται εκ προοιμίου αρνητικά αλλά και διότι πολλά νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου δεν έχουν νομική εκπροσώπηση μέσω του Ν.Σ.Κ.
ΙΙΙ. Άρθρο 6: Η ουσιαστική κατάργηση του θεσμού του Εισηγητή στο Συμβούλιο της Επικρατείας αλλοιώνει την παραδοσιακή -από το 1929- φυσιογνωμία του Δικαστηρίου αυτού και αναιρεί την ουσία του ανακριτικού συστήματος στη διοικητική δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο αποτελεί κατοχύρωση της αρχής της νομιμότητας και των συμφερόντων των διαδίκων, ιδίως δε του Δημοσίου. Η επίκληση δε της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προς την κατεύθυνση αυτή είναι ανακριβής, δεδομένου ότι οι δύο αποφάσεις του -Kress κατά Γαλλίας (2001) και Martinie κατά Γαλλίας (2006)- δεν αφορούν την Ελλάδα, αφού στη Χώρα μας ο Εισηγητής κοινοποιεί υποχρεωτικώς, προ τριών ημερών, την εισήγησή του στους διαδίκους.
IV. Άρθρο 7: Πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα του διαδίκου να υποβάλει υπόμνημα ενώπιον του Δικαστικού Σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος πρόκειται ν’αποφανθεί ως προς το προδήλως απαράδεκτο ή αβάσιμο ένδικου βοηθήματος ή μέσου ή να κρίνει θέμα αναρμοδιότητας.
V. Άρθρο 9: Ο εικοσαπλασιασμός του παραβόλου ως κύρωση για το προφανώς απαράδεκτο ή αβάσιμο ένδικου μέσου είναι υπερβολικός. Μπορεί το ζήτημα ν’αντιμετωπισθεί καλύτερα και δίκαια μέσω της επιδίκασης μεγαλύτερων δικαστικών εξόδων.
VI. Άρθρο 12: Με το άρθρο αυτό εισάγεται στην Ελλάδα ο αγγλοσαξονικής προέλευσης θεσμός του «προηγουμένου», που οδηγεί σε πλήρη ακινησία τη νομολογία. Τούτο είναι εντελώς ξένο στη νομική μας παράδοση. Ειδικότερα προβλέπεται ότι η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται με το δικόγραφο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει νομολογία ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς υφιστάμενη νομολογία. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, προβλέπεται και για την έφεση. Προκειμένου ν’αποφευχθεί ο κίνδυνος αυτός καλό θα ήταν, όπως τονίσθηκε (πιο πάνω υπό Ι),να συνδυασθεί η αλλαγή νομολογίας με την πρότυπη δίκη.
VII. Άρθρα 13 και 48: Η, σε πολλές περιπτώσεις, εκδίκαση υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό (κατάργηση δηλαδή της έφεσης), σε συνδυασμό μάλιστα με την εκδίκαση της υπόθεσης από εφετείο με μονομελή σύνθεση, παραβιάζει την αρχή της δικαστικής προστασίας κατά το Σύνταγμα αλλά και την ΕΣΔΑ. Δεν μπορεί να δικαιολογηθεί τόσο γενικευμένη κατάργηση της έφεσης αλλά και κατάργηση της συλλογικής λειτουργίας του εφετείου.
VIII. Άρθρο 20: Συστατικό στοιχείο του ανακριτικού συστήματος στη διοικητική δίκη, που προστατεύει την αρχή της νομιμότητας, είναι και ο εκτεταμένος αυτεπάγγελτος έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής πράξης από τον διοικητικό δικαστή. Άρα ο με το άρθρο αυτό σημαντικός περιορισμός ενός τέτοιου ελέγχου μόνον ως προς την παράβαση δεδικασμένου συνιστά παράβαση και της δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος) και της αρχής της νομιμότητας.
ΙΧ. Άρθρο 22: Αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος) η πρόβλεψη του άρθρου αυτού ότι για φορολογικές και τελωνειακές διαφορές ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό 50% του οφειλόμενου ποσού σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση.
Χ. Άρθρο 23: Η εκεί προβλεπόμενη αίτηση επανάληψης της διαδικασίας πρέπει να προβλεφθεί και για τις περιπτώσεις απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που έχει εκδοθεί ύστερα από προσφυγή της Επιτροπής κατά κράτους-μέλους.
ΧΙ. Άρθρο 34: Αποτελεί επίσης κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος) η πρόβλεψη του άρθρου αυτού ότι αναστολή εκτελέσεως χωρεί μόνον όταν υπάρχει ανεπανόρθωτη -και όχι και δυσχερώς επανορθώσιμη- βλάβη, η οποία μάλιστα πρέπει ν’αποδεικνύεται από τον διάδικο. Τούτο αποτελεί και παραβίαση του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, αφού η προσωρινή δικαστική προστασία έχει και κοινοτική βάση.
ΧΙΙ. Άρθρο 45: Μεγάλο προβληματισμό δημιουργεί, ως προς την παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, η υπερβολική αύξηση των παραβόλων. Τονίζεται και εδώ -όπως και στο άρθρο 9, υπό V- ότι θ’αρκούσε για την επίτευξη της αποφυγής άσκοπων δικών η επιδίκαση μεγαλύτερων δικαστικών εξόδων.
ΧΙΙΙ. Άρθρο 49: Λόγω της μεγάλης σημασίας, για το δημόσιο συμφέρον και για την ενότητα της νομολογίας, οι διαφορές ως προς την ερμηνεία των διατάξεων που αφορούν την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας πρέπει να δικάζονται απευθείας από το Συμβούλιο της Επικρατείας και όχι από κατώτερα δικαστήρια.
Επισημαίνεται ότι το βάσιμο των ως άνω αιτιάσεων αποδεικνύουν και οι εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές στη βιβλιογραφία και τη νομολογία, ελληνική και διεθνή».
< Prev | Next > |
---|