Αν θέλετε να μάθετε ποιες είναι οι πιο αξιόπιστες στοιχηματικες εταιριες στον κόσμο τότε μπορείτε να διαβάσετε τις πιο έγκυρες αξιολογήσεις για εταιριες στοιχηματων με πολλές πληροφορίες για υπηρεσίες και τα στοιχηματικά μπόνους εγγραφής που δίνουν. Δείτε τη σελίδα και συλλέξτε τις δυνατές γνώσεις για να επιβιώσετε στο χώρο του διαδικτυακού παιχνιδιού.














Βουλή - Αγορεύσεις / Παρεμβάσεις

15-12-2011. Αγόρευση κ. Π. Παυλόπουλου, ως Εισηγητού της ΝΔ, κατά την συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σν του Υπ. Προστασίας του Πολίτη: «Προσαρμογή στις διατάξεις της οδηγίας 2009/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ενσωμάτωση ρυθμίσεων, μέτρα εφαρμογής και άλλες διατάξεις».
………………….

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ[1]: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητάμε ένα σχέδιο νόμου το οποίο ουσιαστικά αφορά -μαζί με κάποιες τροπολογίες βεβαίως που έχουν ενσωματωθεί- το ζήτημα της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 18/2009, η οποία ρυθμίζει την έρευνα των θαλάσσιων ατυχημάτων. Επαναλαμβάνω ότι περιλαμβάνει και κάποια άλλα θέματα, στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια και τα οποία προστέθηκαν με τροπολογίες, άλλες ενσωματωμένες στο κύριο σώμα του νομοσχέδιου και άλλες τις οποίες συζητούμε αυτήν τη στιγμή.
Λέμε «ΝΑΙ» επί της αρχής, με την επιφύλαξη η οποία αφορά την ΕΛΥΔΝΑ. Και θα εξηγήσω στη συνέχεια τι σημαίνει αυτό.
Όμως, θα μου επιτρέψετε να σταθώ λίγο στο ιστορικό της κατάρτισης αυτής της οδηγίας. Γιατί όλο αυτό το ιστορικό έχει τη σημασία του σε ό,τι αφορά την ερμηνεία, μελλοντικά, των διατάξεων αυτού του σχεδίου νόμου και, επομένως, αυτής της οδηγίας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ζήτημα των ναυτικών ατυχημάτων αποκτά τεράστια σημασία, όταν γνωρίζουμε σήμερα ποια είναι η εμβέλεια της εμπορικής ναυτιλίας, ως προς τις μεταφορές εμπορευμάτων. Ο συντριπτικά μεγαλύτερος όγκος της μεταφοράς εμπορευμάτων γίνεται μέσω ναυτιλίας. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να δοθεί και να δίνεται πάντοτε ιδιαίτερη έμφαση στα ατυχήματα, τα οποία μπορεί να συμβούν. Και τούτο για δύο λόγους, ήτοι για την προστασία του ανθρώπου κατά κύριο λόγο και, στη συνέχεια, για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Έχουμε δει πολλά τέτοια ατυχήματα, τα οποία ευαισθητοποίησαν την παγκόσμια κοινή γνώμη. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η οδηγία έρχεται σχετικά αργά. Αργά ευαισθητοποιήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Βεβαίως, αυτή η οδηγία έχει δύο προηγούμενα. Από τη μία πλευρά έχει οδηγίες του 1999 και του 2002, αφού στην ουσία μόλις το 1999 άρχισε να σκέφτεται η Ευρωπαϊκή Ένωση το τι πρέπει να γίνει σ’ αυτόν τον τομέα. Ας συλλογιστούμε, βέβαια, ότι στο μεταξύ είχαμε σε ευρωπαϊκό χώρο τα δύο ατυχήματα, αυτά του 1999 και του 2002 με το «ΕRΙΚΑ» και το «ΡRESTIGΕ», όπως επίσης ότι είχε προηγηθεί και το τραγικό για το περιβάλλον θαλάσσιο ατύχημα του «ΕΧΧΟΝ VALDΕΖ».

Τονίζω, λοιπόν, ότι στόχος αυτής της οδηγίας είναι η προστασία του ανθρώπου και η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Επίσης, πρέπει να τονίσω ότι υπάρχει και προηγούμενο, το οποίο αφορά την ερμηνεία αυτών των διατάξεων και το οποίο πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπ’ όψιν.

Το προηγούμενο είναι ο κώδικας ναυτικών ατυχημάτων του 1989 του ΙΜΟ, του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού. Ο κώδικας αυτός είναι ο οδηγός, με βάση τον οποίο συντάχθηκε η κοινοτική οδηγία και κατά την ερμηνεία της, όπως επίσης και κατά την ερμηνεία από τα ελληνικά δικαστήρια, θα πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν τον κώδικα αυτόν. Δεδομένου -όπως σας είπα και πάλι- ότι είναι η μήτρα των νομοθετικών ρυθμίσεων, τις οποίες τώρα έχουμε προ οφθαλμών.

Το δεύτερο που θέλω να επισημάνω είναι ότι αυτή η κοινοτική οδηγία, άρα και ο νόμος τον οποίο σήμερα ψηφίζουμε, έχει σχέση και με το δίκαιο της θάλασσας. Αρκετές από τις διατάξεις που αφορούν την οδηγία αυτή, ιδίως ως προς την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της, σχετίζονται με το δίκαιο της θάλασσας, δηλαδή τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1982, στην οποία εμείς έχουμε προσχωρήσει. Όπως όμως είναι γνωστό, άλλες χώρες δεν έχουν προσχωρήσει.

Για εμάς, για την Ελλάδα και το έχουμε δηλώσει σε όλους τους τόνους, οι διατάξεις του δικαίου της θάλασσας ισχύουν όχι μόνο για τις χώρες που έχουν προσχωρήσει στη σχετική Σύμβαση, αλλά για όλες τις χώρες, δεδομένου ότι πλέον, όπως έχει γίνει προφανές και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Χάγης, οι κανόνες του δικαίου της θάλασσας του 1982, είναι κανόνες οι οποίοι, όπως λέει και το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος, ταυτίζονται με τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, οι οποίοι δεσμεύουν όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από το αν τα κράτη αυτά έχουν προσχωρήσει. Έχει αποκτήσει δηλαδή τέτοια διείσδυση στη διεθνή έννομη τάξη η σύμβαση αυτή, ώστε οι κανόνες της, ως κανόνες οι οποίοι είναι διεθνώς παραδεδεγμένοι, ισχύουν και για τα κράτη-μέλη τα οποία δε έχουν προσχωρήσει. Άρα και άλλες χώρες, όταν χρειάζεται το δίκαιο της θάλασσας για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής, δεσμεύονται από τις διατάξεις του δικαίου της θάλασσας, το επαναλαμβάνω για μία ακόμα φορά.

Σε ό,τι αφορά την ουσία του νομοσχέδιου και της οδηγίας νομίζω πως είναι ανάγκη να διευκρινισθεί και τούτο: Δεν έχει σχέση η οδηγία η οποία, όπως είπα, αφορά την έρευνα των θαλασσίων ατυχημάτων, δεν έχει σχέση με την ανεύρεση του υπαιτίου και τον καταλογισμό υπαιτιότητας. Κατά τούτο, το νομοθετικό διάταγμα 712 του 1970, το διάταγμα δηλαδή το οποίο αφορά την υπαιτιότητα και τον καταλογισμό στους υπαιτίους των σχετικών ευθυνών, δεν θίγεται. Είναι μια οδηγία η οποία σχετίζεται με την έρευνα των αιτίων που προκάλεσαν ναυτικά ατυχήματα με μόνο στόχο την πρόληψη στο μέλλον. Έχει δηλαδή, η όλη διαδικασία για την οποία μιλάμε, ένα διερευνητικό χαρακτήρα, ο οποίος δεν θίγει το όλο ζήτημα, το οποίο αφορά πλέον υπαιτιότητα και υπαιτίους, όταν είναι ανάγκη πλέον να καταλογίσουμε ευθύνες ποινικές, αστικές ή άλλες, στους υπαιτίους.

Όμως, το τόνισα κύριε Υπουργέ και το επαναλαμβάνω, θα πρέπει εν όψει αυτής της οδηγίας, αλλά και του κώδικα του ΙΜΟ να δούμε την περίπτωση κατά την οποία συμπίπτουν τα πεδία εφαρμογής των δύο. Αυτό μπορεί να συμβεί -και θα δώσω μία διευκρίνιση σ’ αυτό που είπατε και στην επιτροπή- στην ακόλουθη περίπτωση.

Ας υποθέσουμε ότι έχει εκδοθεί η απόφαση ενός δικαστηρίου που καταλογίζει υπαιτιότητα και βρίσκει τον υπαίτιο, σε ό,τι αφορά τα αίτια ενός ναυτικού ατυχήματος. Η έρευνα που μπορεί να γίνει μετά -γιατί έρευνα μπορεί να γίνει μετά- ναι μεν δεν αφορά υπαιτιότητα και υπαιτίους, αλλά τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία καταλογίστηκαν οι ευθύνες στους υπαιτίους μπορεί να αποδειχθούν για άλλους λόγους, που σχετίζονται με την πρόληψη βεβαίως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μπορεί να αποδειχθούν διαφορετικά.

Δεν αποκλείεται δηλαδή, λόγω εξέλιξης τεχνολογίας, λόγω καλύτερης μελέτης των πραγμάτων να φανεί σε μία υπόθεση που έχει εκδοθεί -εφόσον δεν έχει καταστεί αμετάκλητη στο μεταξύ-ότι ορισμένα πραγματικά περιστατικά, που ελήφθησαν υπ’ όψιν, δεν είναι τα ίδια ή μπορεί να είναι πρόσθετα. Το ξαναλέω, δεν είναι του παρόντος νομοσχεδίου. Εκεί θα πρέπει να δούμε την αλλαγή της ισχύουσας νομοθεσίας, του νομοθετικού διατάγματος δηλαδή με την ενδεχόμενη πρόβλεψη ειδικού ένδικου μέσου είτε με τη μορφή της αναθεώρησης είτε με τη μορφή της αναψηλάφησης, για να μπορέσουμε τουλάχιστον να μην έχουμε ζητήματα στα οποία θα φαίνεται ότι μία απόφαση είναι στον αέρα. Όμως αυτό είναι ένα θέμα το οποίο μπορούν οι υπηρεσίες του Υπουργείου να το δουν και νομίζω καλό θα ήταν να το δουν για το μέλλον.

Από εκεί και πέρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η αρμοδιότητα σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της οδηγίας καθορίζεται με βάση συγκεκριμένες ρυθμίσεις, οι οποίες είναι τριών ειδών. Τρεις είναι οι άξονες με βάση τους οποίους καθορίζεται -επαναλαμβάνω- η αρμοδιότητα, δηλαδή το τι εμπίπτει στο πλαίσιο της εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας. Ο ένας είναι η σημαία του πλοίου, ο άλλος είναι ο χώρος, μέσα στον οποίο συνέβη το ναυτικό ατύχημα -και όταν λέω «χώρος», εννοώ ότι πρέπει να είναι χώρος, εντός του οποίου έχουν δράση οι παράκτιες υπηρεσίες της χώρας, όπως όταν παρέχουν τη δική τους συνδρομή- και ο τρίτος είναι τα συμφέροντα της χώρας, τα οποία -το τονίζω-αφορούν τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία εμπλέκονται. Για παράδειγμα, τους Έλληνες ναυτικούς, οπότε καλείται η χώρα μας να συνδράμει, εξαιτίας του γεγονότος ότι εμπλέκονται Έλληνες ναυτικοί. Και εάν μιλάμε για μία χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, είναι σαφές και προφανές ότι έχουμε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού ασχολείται με τη ναυτιλία, πολύ μεγαλύτερο αναλογικά με άλλες χώρες. Κατά τούτο, λοιπόν, ορθώς ο προσδιορισμός της εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας γίνεται και με αυτόν τον άξονα, ο οποίος έχει ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας.

Έρχομαι στο σημείο, στο οποίο θα διατηρήσω την αρνητική επιφύλαξη που τόνισα και στην επιτροπή, γιατί είναι θέμα αρχής: Το όλο θέμα της εφαρμογής αυτής της κοινοτικής οδηγίας ανατίθεται σε μία υπηρεσία, η οποία είναι ο πυρήνας του σχετικού σχεδίου νόμου. Είναι η Ελληνική Υπηρεσία Διερεύνησης Ναυτικών Ατυχημάτων και Συμβάντων.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ιδίως της Πλειοψηφίας, όταν κοιτάξετε ολόκληρη την κοινοτική οδηγία, όταν δείτε, παραδείγματος χάριν, τον Κώδικα Ναυτικών Ατυχημάτων, θα παρατηρήσετε ότι οι ρυθμίσεις που επιβάλλονται αφορούν ένα Υπουργείο, το οποίο έχει σχέση με την εμπορική ναυτιλία και όχι με ένα Υπουργείο, το οποίο -όσο ευρέως και αν το δούμε- παραμένει ένα Υπουργείο ουσιαστικά Δημόσιας Τάξης, παρά το γεγονός ότι μιλάμε για προστασία του πολίτη.

Κατά τούτο, λοιπόν, για να λειτουργήσει αυτή η οδηγία κανονικά, θα έπρεπε να υπάρχει Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Αυτό το δικαιολογούν και πολλά άλλα αίτια και το έχουμε τονίσει. Γι’ αυτό για χρόνια είχαμε το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, γι’ αυτό το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας λειτούργησε και προσέφερε πολλά -το τονίζω- σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, αλλά ταυτοχρόνως και την εμπορική ναυτιλία. Καταργήθηκε. Έχουμε δει τις παρενέργειες που έχουν δημιουργηθεί. Πρόκειται για τεράστιες παρενέργειες. Μία από τις παρενέργειες προστίθεται αυτήν τη στιγμή με την κοινοτική οδηγία. Θα με θυμηθείτε ότι θα υπάρξουν πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή, ακριβώς εξαιτίας τού ότι δεν υπάρχει το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, ακριβώς εξαιτίας τού ότι οι υπηρεσίες, οι οποίες θα αποτελέσουν τη βάση για την εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας, δεν έχουν σχέση με οργανωμένες υπηρεσίες Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.

Ο κύριος Υπουργός τόνισε ότι «θα πρέπει βεβαίως στο μέλλον να δούμε το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, το οποίο θα έχει δικές του υπηρεσίες, αλλά το Λιμενικό Σώμα θα πρέπει να παραμείνει πάντοτε στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη».

Το τονίζω ότι είναι λάθος. Το Λιμενικό Σώμα δεν έχει τη μορφή Σώματος Ασφαλείας, την οποία έχουν τα δύο άλλα Σώματα, δηλαδή η Ελληνική Αστυνομία και το Πυροσβεστικό Σώμα. Από τη φύση του και τη σύνδεσή του με τη ναυτιλία, το Λιμενικό Σώμα έχει υβριδική μορφή. Βεβαίως, έχει ορισμένα στοιχεία Σώματος Ασφαλείας, αλλά πολύ περισσότερο είναι το Σώμα εκείνο, με βάση το οποίο εξασφαλίζεται η λειτουργία της εμπορικής ναυτιλίας σε πάρα πολύ σημαντικούς τομείς. Επαναλαμβάνω ότι και επί των ημερών της κυβερνήσεως Καραμανλή είχε τεθεί το ζήτημα, αλλά και εγώ, ως Υπουργός του ενιαίου Υπουργείου Εσωτερικών, τότε είχα πει ότι το ορθότερο θα ήταν το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας να κρατήσει το Λιμενικό Σώμα και όχι να έρθει και να εξομοιωθεί με ένα Σώμα Ασφαλείας. Και πιθανόν να μου πει κάποιος ότι θα μπορεί να δανείζει τις υπηρεσίες του το Λιμενικό Σώμα και σε ένα μελλοντικό Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, αλλά αντιλαμβάνεσθε ότι αυτό θα ήταν αδιανόητο στην πράξη. Πρακτικά, δηλαδή, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει.

Να, λοιπόν, που ο λόγος, για τον οποίο επιμένω -και επιμένουμε ως Νέα Δημοκρατία- ότι είναι ανάγκη να συσταθεί αμέσως το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας εδώ επιβεβαιώνεται. Να, γιατί πάμε να ενσωματώσουμε μία κοινοτική οδηγία και οι παρενέργειες απ’ αυτές τις δυσλειτουργίες που έχουν δημιουργηθεί εξαιτίας της μη ύπαρξης Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, αποτελούν και θα αποτελέσουν το σπουδαιότερο εμπόδιο στην εφαρμογή της, τουλάχιστον όπως πρέπει να εφαρμοσθεί αυτή.

Γι’ αυτό κρατούμε την επιφύλαξη και καταψηφίζουμε τη σχετική διάταξη η οποία αφορά την ΕΛΥΔΝΑ, ανεξάρτητα από το ότι συμφωνούμε για την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη, όπως είναι άλλωστε και υποχρέωσή μας. Το κάνουμε και για λόγους ουσιαστικούς, το κάνουμε και για λόγους συμβολισμού, εξαιτίας των λαθών και των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί από την κατάργηση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.

Βεβαίως, τόνισα και επαναλαμβάνω ότι επίσης είναι μία πολυτελής υπηρεσία. Δεν είναι πολλά τα ναυτικά ατυχήματα τα οποία θα κληθεί να διερευνήσει. Εν πάση περιπτώσει, είναι -το τονίζω-αρκετά πολυτελής η όλη δομή της, πέραν του ότι διατηρώ την επιφύλαξη, κύριε Υπουργέ, με όλο το σεβασμό στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ότι δεν μπορεί πάντοτε ένας Αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους να είναι επικεφαλής μιας τέτοιας Αρχής. Δεν ξέρω αν θα μπορέσει να έχει τις γνώσεις. Ξέρω βεβαίως τις κρίσιμες στιγμές που περνάμε, αλλά δεν θα ήταν, νομίζω, πολύ βαρύ, δεν θα ήταν κάτι σημαντικό για τον προϋπολογισμό τουλάχιστον ο επικεφαλής να μπορεί να είναι ένα πρόσωπο με θητεία, το οποίο να επιλέγεται απ’ έξω ή τουλάχιστον να μπορεί να έρχεται και από άλλη υπηρεσία, πέραν του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αρκεί να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, οι οποίες βρίσκονται εδώ μέσα στις διατάξεις τις οποίες συζητάμε. Αυτά σε ό,τι αφορά τις γενικές γραμμές.

Θα ήθελα να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις στα άρθρα. Πρώτα-πρώτα, χαίρομαι, κύριε Υπουργέ, για τις αλλαγές που κάνατε. Η αλήθεια είναι ότι τις παρατηρήσεις τις είχε κάνει και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής και ιδίως σε ό,τι αφορά το άρθρο 28, εκείνα τα δύο σημεία. Δηλαδή, το σημείο το οποίο αφορά τους αξιωματικούς του Πυροσβεστικού Σώματος, εκεί θα ήταν πραγματικά πολύ βαρύ και εξόφθαλμα αντισυνταγματικό να κρατήσουμε τις ρυθμίσεις εκείνες οι οποίες ουσιαστικά τους αφαιρούσαν την προσωρινή δικαστική προστασία.

Ορθώς, επίσης, διορθώθηκε ο χρόνος που απαιτείται να έχει διανύσει κάποιος ως Έλληνας για να γίνει μέλος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, δηλαδή τα πέντε χρόνια.

Θα ήθελα μονάχα εδώ να σας επισημάνω ορισμένα σημεία, τα οποία νομίζω ότι θα μπορούσαν να βελτιώσουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Πρώτα-πρώτα, στο άρθρο 11 ορθώς βγάλατε το «δικαστική αρχή είναι η αρχή εκείνη η οποία…». Η οδηγία μιλάει για αρχή, γιατί βεβαίως απευθύνεται στις χώρες και δεν ξέρει -και δεν μπορεί να ξέρει- ποια είναι η αρμόδια αρχή. Εμείς εδώ έχουμε αρ-μόδια αρχή, η οποία είναι συγκεκριμένη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη και μάλιστα, δεν μπορεί να ανατεθεί σε άλλη αρχή απ’ αυτή. Μιλάω για την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Γιατί να λέμε λοιπόν, «την αρμόδια αρχή» και να μην το ονοματίσουμε ρητά; Δεν μπορεί να είναι άλλη, γιατί και πάλι θα πρέπει καθ’ ερμηνεία να φτάσουμε εκεί.

Παρακαλώ πολύ, μέχρι το τέλος της συζήτησης, τους συνεργάτες σας να εξετάσουν εάν και κατά πόσο, όπως εγώ πιστεύω, μιλάμε αποκλειστικά και μόνο και για λόγους συνταγματικούς για την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Οπότε καλό είναι να βάλουμε την αρχή έτσι ακριβώς όπως την αναφέρουμε, για να μην ψάχνουμε να βρούμε καθ’ ερμηνεία στη συνέχεια το εάν και κατά πόσο πρόκειται γι’ αυτήν την αρχή ή για μία άλλη αρχή.

Επίσης, κύριε Υπουργέ, ορθώς διαφοροποιήσατε το περιεχόμενο της παραγράφου 8 του άρθρου 28 σε ό,τι αφορά τα θέματα στέγασης, σίτισης, υγιεινής και επιστροφών υπηκόων τρίτων χωρών. Εδώ θα ήθελα να σας τονίσω ότι προσαρμόσατε, με βάση και την παρατήρηση που έχει κάνει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, την όλη ρύθμιση και στα δεδομένα του Κοινοτικού Δικαίου και στα δεδομένα της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων -ορθότερα σήμερα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου- και του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Νομίζω ότι θα ήταν ακόμη περισσότερο σωστό αν προσθέταμε το εξής. Αν δείτε και τις παρατηρήσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, όταν έχουμε παρέκκλιση τέτοια, δηλαδή όταν έχουμε απ’ ευθείας ανάθεση αυτού του είδους που δικαιολογείται από το κατεπείγον, η νομολογία απαιτεί η σχετική διοικητική πράξη να είναι ειδικά αιτιολογημένη.

Θα σας έλεγα, λοιπόν -και πάλι θα παρακαλούσα τους συνεργάτες σας να το δουν- οκτώ γραμμές περίπου κάτω από εκεί που ξεκινάει «Για θέματα στέγασης, σίτισης, … κ.λπ.» και λέει «…και για τις οποίες συντρέχουν για χρονικό διάστημα ενός έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου λόγοι κατεπείγουσας ανάγκης … κ.λπ.» και συνεχίζει, εδώ που λέει «λόγοι κατεπείγουσας ανάγκης» να προστεθεί «οι οποίοι αιτιολογούνται πλήρως και επαρκώς». Το λέω αυτό γιατί, όταν βάζουμε αυτήν τη ρητή ρύθμιση ότι αιτιολογούνται πλήρως και επαρκώς οι λόγοι, τότε η αιτιολογία αυτή ελέγχεται από τα δικαστήρια ως προς την επάρκειά της και επομένως, προσαρμοζόμαστε πλήρως στη νομολογία, την οποία σας τόνισα προηγουμένως.

Δεν λέω να υπάρχει στο σώμα της διοικητικής πράξης -γιατί αυτό ίσως να βάραινε το ίδιο το κείμενο- αλλά θα πρέπει τουλάχιστον από τα στοιχεία τού φακέλου να προκύπτει -και να το αιτιολογούν οι υπηρεσίες πλήρως και επαρκώς- τι σημαίνει το «κατεπείγον». Αν δεν το βάλουμε, θα το βρείτε μπροστά σας. Ας το βάλουμε, ώστε και ο εφαρμοστής του μέλλοντος, να καταλαβαίνει την υποχρέωση που έχει από την αιτιολογία. Δεν είναι δύσκολη η αιτιολογία άλλωστε. Εκεί που δικαιολογεί το κατεπείγον, το δικαιολογεί λίγο περισσότερο με τα πραγματικά δεδομένα.

Επίσης, ορθώς διορθώθηκε τα «περί ίσης μεταχείρισης» με τον όρο «δίκαιης μεταχείρισης».

Συμφωνούμε με την τροπολογία που έφερε ο κ. Ρόβλιας για την παράταση του χρόνου απόσπασης των υπαλλήλων των ΔΕΚΟ. Αν χρειαστεί στην πορεία, θα τονίσουμε και ορισμένα άλλα πράγματα.

Μια τελευταία παρατήρηση. Έχει κατατεθεί -δεν είναι αρμοδιότητα του Υπουργείου σας, κύριε Υπουργέ, αλλά αυτό το νομοσχέδιο ήταν εν εξελίξει- η τροπολογία για τους συμβασιούχους της δημόσιας τηλεόρασης. Είναι μια σημαντική τροπολογία. Πρέπει να σεβαστούμε τη δημόσια τηλεόραση, πρέπει να διασφαλίσουμε το μέλλον της. Το μέλλον της εξαρτάται από τους ανθρώπους της. Δεν πρέπει να υπάρχει ισοπεδωτική μεταχείριση των συμβασιούχων των υπαλλήλων της ΕΡΤ, των δημοσιογράφων, που είναι υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου. Είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και έχει εμμέσως από το Σύνταγμα ειδικό καθεστώς. Δεν μπορεί να εξομοιώνονται και να ισχύουν ισοπεδωτικά γι’ αυτούς ρυθμίσεις που αφορούν γενικά υπαλλήλους, με όλο το σεβασμό που έχω σε κάθε είδους εργασία. Αλλά οι δημοσιογράφοι από το ίδιο το Σύνταγμα έχουν ένα ειδικό καθεστώς, ασχέτως αν εμείς δεν το έχουμε θεσπίσει. Και κακώς η ΕΣΗΕΑ -το τονίζω- χρόνια ολόκληρα δεν αγωνίστηκε -τους το είχα προτείνει από το 2004- για τη δημιουργία ενός ειδικού νομικού καθεστώτος για τους δημοσιογράφους, όπως υπάρχει για τους δικηγόρους που έχουν σχέση έμμισθης εντολής, όπως υπάρχει για τους μηχανικούς.

Οι δημοσιογράφοι και για λόγους, οι οποίοι αφορούν την εφαρμογή του Συντάγματος, θα πρέπει να έχουν ένα καθεστώς συγκεκριμένο για να μπορεί κανείς να ρυθμίζει το καθεστώς αυτό κατά περίπτωση και όχι να μπαίνουν ισοπεδωτικά οι διατάξεις για εξαρτημένη εργασία και να ισχύουν για τους πάντες και τα πάντα οι διατάξεις περί εφεδρείας.

Η τροπολογία αυτή ρυθμίζει ορισμένες παρενέργειες οι οποίες έχουν προκύψει από το τελευταίο νομοθέτημα του Υπουργείου Οικονομικών, σχετικά με την εφεδρεία και άλλα ζητήματα του καθεστώτος των συμβασιούχων. Ήδη υπάρχει τεράστιο πρόβλημα στη δημόσια τηλεόραση. Ήδη όλα αυτά τα γεγονότα έχουν πάει την ενημέρωση πίσω και έχουν κάνει τους εργαζόμενους να βρίσκονται σε μια τραγική ανασφάλεια. Είναι ανάγκη να συζητηθεί αυτή η τροπολογία.

Ο κύριος Υπουργός Οικονομικών, απ’ ό,τι μαθαίνω, σκέπτεται να φέρει το θέμα αργότερα ή εν πάση περιπτώσει σε δικό του νομοσχέδιο. Αυτό πρέπει να γίνει άμεσα, αν γίνει. Εμείς πιστεύουμε ότι ήταν μια ευκαιρία να το συζητήσουμε τώρα και αν ήθελε να το τροποποιήσει μελλοντικά, ας το έκανε. Αλλά πάντως τώρα ήταν η ευκαιρία. Όσο καθυστερούμε, το πρόβλημα στην ΕΡΤ γίνεται εκρηκτικό. Κι αυτό αφορά και τον ίδιο τον οργανισμό και τους ανθρώπους του σε μια τόσο κρίσιμη εποχή για την ενημέρωση και για την ελευθερία του Τύπου.

Σας ευχαριστώ πολύ.
…………………

ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ[2]: Θα μιλήσω μόνο για το θέμα της τροπολογίας που μόλις απεσύρθη, απαντώντας σε όσα είπε ο κ. Ευθυμίου. Μην προσπαθούμε να ωραιοποιήσουμε τα πράγματα. Η σημερινή εικόνα μιας τροπολογίας που έρχεται την τελευταία στιγμή και αποσύρεται υπ’ αυτούς τους όρους δείχνει την απόλυτη προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζετε θέματα πολύ σοβαρά.

Μην ξεχνάμε ότι το ζήτημα προέκυψε επειδή μέσα από την τακτική που ακολούθησε η προηγούμενη κυβέρνηση και δυστυχώς ακολουθεί και η τωρινή, ισοπεδώνονται τα πάντα. Αντιμετωπίζεται η δημόσια τηλεόραση και οι φορείς της σαν να πρόκειται περί οποιασδήποτε ΔΕΚΟ. Ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτός ο ισοπεδωτικός τρόπος νομοθέτησης οδηγεί σε τέτοια συμπεράσματα.

Η τροπολογία που είχαμε καταθέσει πολλοί Βουλευτές από όλες τις πλευρές αυτής της Βουλής ήταν μια ολοκληρωμένη τροπολογία. Είχε παραπάνω από μια εβδομάδα καιρό η Κυβέρνηση για να τη δει. Δεν την είδε, δεν απάντησε καν σε αυτή. Θα μπορούσε να την αποδεχθεί και να τελειώσουμε.

Έρχεται και φέρνει μια τροπολογία, που ο ίδιος ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομικών ξέρει ότι δεν στεκόταν στην παραμικρή κριτική σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του προβλήματος. Απλώς, πέταγε το πρόβλημα στο μέλλον. Πρέπει να κάνει δεκτή την τροπολογία. Τονίζω ότι εκεί θα καταλήξει, εάν είναι ειλικρινής. Εάν φτάσουμε στο σημείο να μην το ρυθμίσει καθόλου, απλώς και μόνο θα έχει επιβαρύνει την πολιτική ανευθυνότητα που παρατηρείται.

Είναι κρίμα, αφού έχουμε δουλέψει τόσοι συνάδελφοι και είναι ένα ολοκληρωμένο κείμενο. Πρέπει επιτέλους να δώσει για πρώτη φορά το δείγμα γραφής μέσα σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία και αφού έχουμε μια Κυβέρνηση που τη στηρίζουν τα περισσότερα κόμματα, όχι βεβαίως η Αριστερά. Πρέπει να το κάνει. Παρατείνει την εκκρεμότητα η οποία υπάρχει. Ξέρουμε τι σημαίνει αυτό και για τους εργαζομένους και για τη δημόσια τηλεόραση.

Καταλαβαίνετε πώς θα πορευτούν αυτά τα πράγματα. Πότε θα γίνει αυτή η ρύθμιση; Υπάρχουν τεράστια προβλήματα στη δημόσια τηλεόραση και στη ΕΡΤ σχετικά με το καθεστώς των εργαζομένων. Αυτές τις ώρες χρειάζεται η ενημέρωση από τη δημόσια τηλεόραση.

Έχουμε φτάσει στο σημείο, εάν έχετε παρατηρήσει, αυτές τις μέρες η ενημέρωση να έχει αποκτήσει μονοπωλιακές διαστάσεις. Είναι σοβαρό, κύριε Υπουργέ. Το θεωρώ πολύ σοβαρό και ξέρω και σε ποιον μιλάω. Είναι κρίμα για τον κ. Υπουργό, ο οποίος είναι άριστος νομικός ξέρει και νομοτεχνικά, τι σήμαινε αυτή η τροπολογία και αν ήταν εντάξει σε σχέση με αυτό το «πόνημα» το οποίο μας έφερε;

Πραγματικά λυπάμαι. Όχι μόνο δεν δείχνει υπευθυνότητα αυτή η στάση, όπως είπε ο κ. Ευθυμίου, αλλά επιδεινώνει τα πράγματα σε μια κρίσιμη στιγμή και για τον τόπο και για τη δημόσια τηλεόραση της οποίας οι περιπέτειες άρχισαν -ευτυχώς το ομολογεί και η πλευρά σας- κύριε Υπουργέ, από τον κ. Μόσιαλο. Άλλη περίπτωση προχειρότητας σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της δημόσιας τηλεόρασης!

Δυστυχώς, ενός κακού μύρια έπονται. Ελπίζω πραγματικά να λυθεί το συντομότερο δυνατό αυτή η εκκρεμότητα στην κατεύθυνση που είχαμε καταθέσει όλοι οι Βουλευτές πάνω σε μια τροπολογία, την οποία είχαμε μελετήσει -θεωρώ- επαρκώς και με σοβαρότητα λαμβάνοντας υπ’ όψιν την κρισιμότητα των καιρών.

Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
…………….


[1] Σελ. 2675, http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/es20111215.pdf

[2] Σελ. 2720, ό.π.