Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ
του
Προκόπη Παυλόπουλου
Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
στο περιοδικό "ΕΠΠΙΚΑΙΡΑ" τ. 92 της 21-7-2011
Ιδίως μετά την ψήφιση του ν. 3845/2010 και τη συνακόλουθη έναρξη εφαρμογής της εν γένει πολιτικής των Μνημονίων είμαστε μάρτυρες μιας κυριολεκτικώς αλλοπρόσαλλης, πρωτίστως δε καταφανώς άδικης και ισοπεδωτικής αλλά και οικονομικώς παντελώς αδιέξοδης και αναποτελεσματικής, φορολογικής «πολυνομοθεσίας». Οι ψηφιζόμενοι νόμοι είναι υπαίτιοι της φορολογικής καταιγίδας, η οποία από τη μια πλευρά αποδυναμώνει το εισόδημα και την -υπό την ευρεία του όρου έννοια- περιουσία κυρίως των οικονομικώς ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων και επέκεινα «στεγνώνει» την αγορά. Και, από την άλλη, οδηγούν σ’ ευθεία παραβίαση του Συντάγματος, με αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα την παραβίαση πρώτον, της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, κατ’ άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Και, δεύτερον, της αρχής της νομιμότητας του φόρου, κατ’ άρθρο 78 του Συντάγματος. Στο αμιγώς θεσμικό αυτό ζήτημα, ως προς τις δύο προαναφερόμενες πτυχές του, είναι αφιερωμένες οι –κατ’ ανάγκη σύντομες και, για το λόγο αυτό, ως ένα σημείο ελλειπτικές- σκέψεις που ακολουθούν.
I. Κατ’ άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Η διάταξη αυτή καθιερώνει την θεμελιώδη αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, η οποία αφορά ουσιαστικά το σύνολο της περιουσίας, όπως άλλωστε φαίνεται από τη διατύπωση των προγενέστερων του 1911 Ελληνικών Συνταγμάτων[1].
Α. Η αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών –ουσιώδης έκφραση της διανεμητικής δικαιοσύνης- προστατεύει από την αυθαίρετη φορολόγηση το σύνολο της περιουσίας. Ήτοι τόσο τα κατ’ άρθρο 17 του Συντάγματος εμπράγματα δικαιώματα όσο και τα λοιπά –κατά κανόνα ενοχικού χαρακτήρα- περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα κεκτημένα οικονομικά δικαιώματα. Αυτό προκύπτει από το συνδυασμό των ως άνω συνταγματικών διατάξεων με εκείνες του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως ερμηνεύονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[2]. Το θεσμικό αυτό πλέγμα εγγυήσεων αποτρέπει την αποδυνάμωση του πυρήνα της περιουσίας, με την προαναφερόμενη έννοια, κατά την ψήφιση και εφαρμογή των φορολογικών νόμων. Επικουρείται δε ισχυρώς προς την ίδια κατεύθυνση από την ανάγκη τήρησης, και εκ μέρους των νομοθετικών και διοικητικών οργάνων που ασκούν φορολογικές αρμοδιότητες, της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας.