Βουλή - Αγορεύσεις / Παρεμβάσεις
18-10-20100. Αγόρευση κ. Π. Παυλόπουλου ως λέγοντος κατά την συζήτηση της ένστασης αντισυνταγματικότητας την οποία κατέθεσε η Νέα Δημοκρατίας και κατά την συζήτηση επί της αρχής του σ/ν του Υπ. Οικονομικών «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015».
…………….
Ι. Επί της ένστασης αντισυνταγματικότητας
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γρηγόριος Νιώτης): Ο κ. Παυλόπουλος ως λέγων έχει το λόγο για πέντε λεπτά.
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ[1]: Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Ελπίζω να δείξετε μία στοιχειώδη επιείκεια χρόνου, με βάση την πρακτική που ακολουθήθηκε για τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Οικονομικών.
Από πλευράς Νέας Δημοκρατίας θέλω να τονίσω ότι αυτό το σχέδιο νόμου υπερβαίνει, σε ό,τι αφορά δείγματα κραυγαλέας αντισυνταγματικότητας, ακόμα και τον αλήστου μνήμης ν. 3845/2010, το νόμο κύρωσης των περιβόητων μνημονίων. Νομίζαμε ότι τότε τα είχαμε δει όλα. Φαίνεται ότι επέπρωτο να μην τα δούμε όλα και δεν ξέρω τι θα δούμε στο μέλλον, όσο υπάρχει αυτή η Κυβέρνηση.
Πάνω, λοιπόν, από δεκατρείς κραυγαλέες περιπτώσεις αντισυνταγματικότητας περιέχει το σχέδιο νόμου. Αναγκαστικά, στον περιορισμένο χρόνο που έχω, θα περιοριστώ σε τρεις απ’ αυτές, οι οποίες είναι οι ακόλουθες.
Η πρώτη αντισυνταγματικότητα αφορά το άρθρο 5, το οποίο σχετίζεται με την κινητικότητα, όπως ονομάζεται, στο πλαίσιο του σχεδίου νόμου. Αυτό το άρθρο ούτε λίγο ούτε πολύ κατεδαφίζει κάθε έννοια ρυθμίσεων που αφορούν μεταθέσεις, αποσπάσεις, ακόμα και τις μετατάξεις. Επιτρέπει τη μετακίνηση οιουδήποτε υπαλλήλου κατά τη βούληση ουσιαστικά του κυρίου Υπουργού, δημιουργεί την έννοια ενός ιδιόμορφου κρατικού υπαλλήλου του οποίου δεν ξέρουμε τις επιπτώσεις και, επιπλέον, όλες αυτές οι αυθαίρετες μετακινήσεις του γίνονται χωρίς απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 103, παράγραφος 4 του Συντάγματος.
Τι ορίζει το άρθρο 103, παράγραφος 4 του Συντάγματος; Είναι το άρθρο το οποίο καθιερώνει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων δεν συνίσταται μόνο στο ότι είναι μόνιμοι όσο υπάρχουν οι σχετικές θέσεις πράγμα που το σχέδιο νόμου παραβιάζεται επίσης με τις διατάξεις περί εφεδρείας και θα το δούμε και αυτό στην πορεία της συζήτησης αλλά αυτό το ίδιο το άρθρο και η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας θεωρεί ότι οι διατάξεις σχετικά με τη μετάθεση, την απόσπαση και την εγγύηση υπηρεσιακού συμβουλίου το οποίο γνωμοδοτεί πάντοτε για τα θέματα των μεταθέσεων, είναι εγγυήσεις μονιμότητας.
Κατά συνέπεια θα έπρεπε, πρώτον, να μιλάμε για μεταθέσεις ή αποσπάσεις και όχι να υπερβαίνουμε αυτές τις έννοιες και, δεύτερον, να υπάρχει γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Αντί τούτου, όπως σας εξήγησα, καθιερώνεται η δυνατότητα μετακίνησης χωρίς χρονικό περιορισμό οιουδήποτε υπαλλήλου. Στην ουσία, δηλαδή, υπερβαίνουμε την έννοια της μετάθεσης, της απόσπασης, ακόμα και της μετάταξης και υπάρχει ένα υπηρεσιακό συμβούλιο κεντρικό και όχι το οικείο που γνωμοδοτεί για όλους τους υπαλλήλους.
Πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση των αρχών της μονιμότητας, όπως τις εξέθεσα προηγουμένως, με βάση τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, πράγμα άλλωστε που εκτίθεται με ενάργεια και στην έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής. Αυτές οι διατάξεις ως αντισυνταγματικές και επειδή υπάρχει, όπως γνωρίζετε, όχι μόνον οριστική, αλλά και προσωρινή δικαστική προστασία από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, ουσιαστικά είναι ανεφάρμοστες. Δηλαδή, η Κυβέρνηση, είτε τις θεσπίζει είτε δεν τις θεσπίζει απλώς σπέρνει τον πανικό στη Δημόσια Διοίκηση.
Με την πρώτη απόφαση που θα ληφθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, να είστε βέβαιοι πως αυτή η απόφαση θα ανασταλεί από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια. Υπάρχει λοιπόν δικαστική προστασία και δεν πρόκειται να αποδώσει αυτή η ρύθμιση.